Είναι που ακόμα δεν ξέρω πώς είναι να μου λείπεις, μαμά..
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Το τηλέφωνό σου που ακόμα δεν έσβησα από τις επαφές μου
Η καρέκλα σου που έβγαλα προσεκτικά στο μπαλκόνι γιατί δεν ήθελα να είναι κανενός άλλου
Τα γυαλιά σου, οι ζωγραφιές και το σταυρόλεξό σου με καρφιτσωμένο το στυλό, εκεί, πάνω από το μαξιλάρι σου
Η κούπα του καφέ σου, που αρνιόσουν να πιεις τις τελευταίες μέρες
Τα τσαντάκια σου που δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έπρεπε να είναι τόσα πολλά και σκορπισμένα σε χίλιες μεριές
Το κινητό σου με τις φωτογραφίες που αγαπούσες
Η λάμπα σου πάνω στο γραφείο μου που δεν σβήνει ποτέ
Τα κλειδιά σου στο τρίτο συρτάρι της κουζίνας μαζί με εκείνη την χιλιο-λιωμένη τράπουλα που είχες απ’ όταν ταξίδευες με το μπαμπα κι έριχνες πασιέτζες
Ένα ταψί με τοποθετημένα τα λαχανικά για να κάνεις γεμιστά, που ποτέ δεν μαγειρεύτηκε.
Μικρά μικρά πράγματα σκορπισμένα μέσα στο σπίτι που ποτέ δεν μαζεύτηκαν κι είναι εκεί, σαν να είσαι ακόμα εδώ.
Μα δεν είσαι.
Κι έμεινε η μυρωδιά σου που δεν μπορώ να την ξαναβρώ.
Έμεινε το άγγιγμά σου, τα χέρια σου που ήταν πάντα ζεστά κι έπαιρναν κάθε έννοια μακριά.
Έμεινε η φωνή σου, που την ακούω όταν το σπίτι σιωπά.
Είναι που ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω για εσένα.
Είναι που ακόμα δεν μπορώ να κλάψω για εσένα.
Είναι που ακόμα δεν ξέρω πώς είναι να μου λείπεις.
Είναι που δεν γουστάρω πια τα καλοκαίρια.
Είναι που αυτό το γαμημένο το “μαμά” δεν το έχω πει τόσα χρόνια τώρα κι όλα μοιάζουν σαν χθες..
Είναι που γύρισα στη ρίζα σου για να βρω εμένα.
Είναι που ακούω φίλους σου να μιλάνε για σένα και σε κάνω εικόνα στα νιάτα σου.
Η Αλεξάνδρα μου είπε πως έχω το χαμόγελό σου, κι ήταν ότι ωραιότερο μου έχει πει κανείς.
Είμαι κι εγώ μαμά, που σε ψάχνω να κολυμπήσουμε ξανά, στη θάλασσα των Αλυκών, κι εσύ να με βάζεις μπροστά στο στήθος σου και να μου λες “ψηλά το κεφάλι στα κύματα”.
Ναι μαμά.. ψηλά το κεφάλι στα κύματα. Και σ’αυτά της θάλασσας, και σε εκείνα της ζωής.
Μπράβο το κορίτσι μου που δεν γκρινιάζει, πάω τα παιδιά στην κατασκήνωση και θα γυρίσω να πάμε Πειραιά..
Σιωπή..