Γράφει η Λάουρα Σαργέντη
– Βρε καλώς το αγόρι! Είπα κι εγώ δεν θα φανείς;
– Καλησπέρα σας! Τι καλό θα φάμε σήμερα;
– Τι σου μυρίζει; Εάν θες να δοκιμάσεις από τις κατσαρόλες, εδώ έχει κουτάλια. Παίρνεις ένα δοκιμάζεις και το πετάς στη λάντζα. Εντάξει ;
– Πω, πω μυρίζει τόσο ωραία αυτό! Που είπες πως έχεις τα κουταλάκια;
– Καλέ μη… θα καείς πάλι!
– Ααααα… Νερό, νερόοοοο!
– Είδες πόσο καίει ο γλυκός έρωτας;
– Άθε με κακούργα! Πάει η γλώσσα μου!
– Εμ, δεν ακους!
– Το ξθέρεις αυτό.
– Ε, τώρα το έμαθες κι εσύ!
– Γαμήθου!
– Μίλα όμορφα!
– Κακούργα!!! Με έκαψες!!!
– Κοίτα ποιος μιλάει!!!
– Εσύ μ’ έχεις κάψει τόσες φορές. Και όχι τίποτ’ άλλο γελάς κι όλας! Ντροπή σου!
– Εγώ;
– Μάλιστα κύριε. Εσύ! Νομίζεις ότι παίζουμε εκείνο το ξεχασμένο παιδικό παιχνίδι που με δεμένα μάτια, έπρεπε να ταΐσεις τον άλλο στο στόμα με γεμάτο κουτάλι και συνήθως τον πετυχαίνεις στο μάτι, στο μαλλί, κάπου τέλος πάντων αλλά σίγουρα όχι στο στόμα.
– Εμ!
– Άσε τα εμ και να σέβεσαι και λίγο τους ερωτολαβωμένους. Πετάς τα βέλη σου κι όποιον πάρει ο Έρως. Τυφλός είσαι; Δες και λίγο βρε πουλάκι μου. Πως θα κάνω εγώ χωριό μ’ ένα αεικίνητο, αναίσθητο, ανοργασμικό, φοβικό άτομο; Εγώ θέλω πάθος, τρέλα, ελευθερία, φωναχτά «σ’ αγαπώ».
– Πω, πω! Έκανα τέτοια πατάτα;
– Μια και δυό! Ευτυχώς ξέρω να φτιάχνω καλό πουρέ!
– Ίσως φταίει εκείνο το ηδύποτο που με ποτίζει η Αφροδίτη. Αλκοολικό μ’ έχει κάνει.
– Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Όπως και να έχει να προσέχεις τους αθώους πλην τίμιους θνητούς που λαχταρούν για εσένα.
– Δίκιο έχεις! Θα το προσπαθήσω! Να σου πω, εσύ με τι μ’ έκαψες;
– Μ’ έναν έρωτα από ζάχαρης και παντζάρι, κοινώς μαρμελάδα παντζάρι.
– Και τι άλλο; Για λέγε!
– Άσε μας που θες και συνταγή τώρα! Εσύ πρόσεχε που ρίχνεις τα βέλη σου.
– Οκ! Τώρα όλα καλά;
– Ναι έχει δέσει η μαρμελάδα.