Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Για ποια “πρέπει” μιλάς, όταν τα χείλη τρέμουν στη σκέψη ενός φιλιού; Για ποια “πρέπει”, όταν το σώμα σπαρταράει απ’ την ανάγκη μιας αγκαλιάς; Τι να πουν τα όρια κι οι κανόνες, όταν λυγίζουν τα γόνατα σ’ ένα βλέμμα;
Σ’ όλα τους τα “πρέπει” έβαλα φωτιά και τα έκαψα μια νύχτα μπροστά στα μάτια σου. Γι’ αυτή τη νύχτα που το εσύ και το εγώ, έγινε εμείς, ξανά και ξανά. Γι’ αυτή τη νύχτα που στη θύμησή της ριγώ κι ας έχουν περάσει χρόνια. Χρόνια που δεν έσβησαν τις αισθήσεις, τις μυρωδιές και τους ήχους. Χρόνια που όσο κι αν χάιδεψαν τις μνήμες, δεν κατάφεραν να τις αφανίσουν.
Τι κι αν πριν ξημερώσει, ντύθηκες τα “πρέπει” σου; Τι κι αν πριν ξημερώσει, ντύθηκα τα δικά μου; Εκείνη η νύχτα ήταν μόνο δική μας. Οι ολόδικές μας στιγμές, που φόρεσα φυλαχτό στο στήθος μου και τις κρατώ ακόμη.
Δεν άντεξα. Δεν άντεξες. Δεν τόλμησα. Δεν τόλμησες. Γίναμε δραπέτες των “πρέπει” για ένα μόνο βράδυ. Δραπέτες των “πρέπει” και εραστές των “θέλω”. Τι κι αν κράτησε μόνο λίγες ώρες η φυγή μας; Τι κι αν πόνεσε η προσγείωση; Τι κι αν πονάει ακόμη;
Ήσουν εκεί κι ήμουν εκεί κι ακόμη κι αν χάθηκαν τα σημάδια στο σώμα, στην ψυχή μας υπάρχουν ακόμη. Ακόμη εκεί, για να θυμίζουν πως έστω για λίγο λιποτακτήσαμε απ’ τη ζωή που με κόπο χτίσαμε. Και ξέρεις… καμιά φορά αυτό το “για λίγο” πονάει ακόμη.