Γράφει ο Πέτρος Θεοδωρόπουλος
Δεν είναι η απουσία που πονάει.
Ούτε το τέλος. Ούτε καν η σιωπή.
Αυτό που μένει σαν βάρος στο στήθος, σαν γεύση που δεν φεύγει από το στόμα, είναι όσα μου είπες και δεν έκανες ποτέ.
Τα “μαζί” που ξεστόμισες σαν να ήταν δεδομένα. Τα “δεν θα φύγω” που ειπώθηκαν με σιγουριά, λες και η αγάπη ήταν κάτι ακλόνητο. Τα “θα είμαι εδώ” που, τελικά, δεν σήμαιναν τίποτα.
Και εγώ;
Εγώ πίστεψα.
Πίστεψα σε κάθε σου λέξη, σε κάθε σου βλέμμα, σε κάθε σου υπόσχεση που τώρα μοιάζει με καμένο χαρτί. Πίστεψα γιατί ήθελα να πιστέψω, γιατί οι άνθρωποι που αγαπάμε είναι πάντα λίγο πιο πειστικοί, λίγο πιο αληθινοί, λίγο πιο ισχυροί μέσα στο μυαλό μας.
Και τώρα, μένω με μια γεύση πικρή.
Όχι επειδή έφυγες.
Αλλά επειδή δεν έμεινες, ενώ είπες πως θα το κάνεις.
Γιατί δεν υπάρχει χειρότερο από μια υπόσχεση που δεν κρατήθηκε ποτέ. Μια λέξη που δόθηκε απλόχερα, αλλά δεν είχε ποτέ το βάρος που της έδωσα εγώ.
Και ξέρεις τι είναι το χειρότερο;
Δεν θα ζητήσω εξηγήσεις. Δεν έχει νόημα. Οι αλήθειες που δεν λέγονται όταν πρέπει, δεν έχουν πια αξία όταν είναι αργά.
Θα κρατήσω τη γεύση αυτής της υπόσχεσης. Θα τη θυμάμαι κάθε φορά που κάποιος θα με κοιτάξει στα μάτια και θα προσπαθήσει να με πείσει πως αυτή τη φορά τα λόγια θα γίνουν πράξεις.
Και ίσως, αυτή τη φορά, να μην πιστέψω τόσο εύκολα.