Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Το τέλος το ήξερα από την αρχή.
Όλα κάποτε τελειώνουν. Το ήξερα, το είχα δεχτεί, ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό. Άνθρωποι έρχονται, άνθρωποι φεύγουν. Αυτό κάνουν πάντα.
Αλλά δεν με τρόμαζε το τέλος.
Με τρόμαζε η στιγμή που θα κοιταζόμασταν και δεν θα υπήρχε τίποτα.
Η στιγμή που το βλέμμα σου δεν θα με αναγνώριζε. Που η φωνή μου δεν θα σου προκαλούσε τίποτα. Που θα περνούσαμε ο ένας δίπλα απ’ τον άλλον σαν δύο άγνωστοι, χωρίς να κοντοσταθούμε έστω για μια στιγμή.
Αυτό με τρόμαζε.
Όχι το «χωρίζουμε». Όχι το «δεν πάει άλλο». Αυτές είναι λέξεις, είναι φράσεις που λέγονται και τελειώνουν.
Με τρόμαζε το μετά.
Η σιωπή.
Η αδιαφορία.
Η μέρα που θα περπατούσα στον δρόμο και δεν θα ένιωθα πια την παρουσία σου στον αέρα. Που το όνομά σου δεν θα μου έσφιγγε το στομάχι. Που θα άκουγα ένα τραγούδι που κάποτε ήταν «δικό μας» και δεν θα πονούσε πια.
Ήξερα ότι θα φύγεις.
Αυτό που δεν άντεχα ήταν το ότι κάποτε θα πάψουμε να μετράμε ο ένας για τον άλλον.
Πως μια μέρα θα σε δω και δεν θα νιώσω τίποτα.
Και ίσως αυτό να είναι το αληθινό τέλος.