Γράφει η Τζένη Γιαννοπούλου
Μια ζωή η ιδέα μου για τον έρωτα ήταν μία. Όλα ή τίποτα. Ή πέφτεις με τα μούτρα στα βαθιά ή κάτσε σπιτάκι σου να αναρωτιέσαι πως θα ήταν να ζήσεις το απόλυτο. Κι αυτό έκανα. Βουτιά και όπου βγει. Δεν κρατούσα ποτέ τίποτα για μένα, δεν πίστευα σε “πισινές” και “καβάντζες”.
Ήθελα να ζήσω εκείνο τον έρωτα τον ολοκληρωτικό, το σαρωτικό, αυτόν που σου παίρνει το μυαλό και στο κάνει σαλάτα, αυτόν που καταλαμβάνει όλες σου τις σκέψεις, ακόμα και τα όνειρα στον ύπνο σου. Τον έρωτα που αλλάζει τη ζωή σου, που παίρνει όλη σου την ενέργεια. όλο σου το είναι. Που δε σου αφήνει περιθώριο να σκεφτείς τίποτε άλλο.
Και βούτηξα μία, βούτηξα δύο, βούτηξα τρεις. Και το αποτέλεσμα πάντα το ίδιο. Σύγκρουση μετωπική. Και σε μια τέτοια σύγκρουση χαμένος δεν είναι ποτέ ο έρωτας. Αυτός πάντα νικάει. Η χαμένη ήμουν πάντα εγώ. Γιατί άφηνα πάντα στην άκρη τη λογική, γιατί το συναίσθημα με έκανε να χάσω τη μπάλα, να αποσυντονιστώ, να αποδιοργανωθώ. Κι όταν η λογική πάει περίπατο, έρχεται η φαντασία να καταλάβει το χώρο της. Έρχονται οι προσδοκίες, τα όνειρα, και τα τρελά χτυποκάρδια. Και όταν αυτά έμεναν ανεκπλήρωτα πάντα έλεγα στον εαυτό μου πως τώρα πια ξέρω, πως δε θα ξανακάνω τα ίδια λάθη.
Κι ερχόταν ο επόμενος και δώστου πάλι από την αρχή. Η λογική έφευγε τρέχοντας και όλα όσα πίστευα ότι έμαθα ξεχνιόταν μονομιάς. Και ξαναβουτούσα. Όλα για όλα. Και πάλι έβαζα τα ροζ γυαλιά μου και όλα μοιάζαν τόσο όμορφα. Και το μέλλον ονειρικό. Κι ο έρωτας μοιραίος. Και ως μοιραίος…πάντα καταστροφικός. Πάντα αφήνει συντρίμμια στο πέρασμά του και για ακόμη μια φορά το θύμα του τροχαίου ήμουν εγώ.
Η μια μετωπική σύγκρουση διαδεχόταν την άλλη κι εγώ μετά από κάθε μία, μάζευα τα κομμάτια μου, μπαντάριζα τα τραύματά μου και πριν καλά καλά τα γιατρέψω βουτούσα στην επόμενη. Ώσπου τα τραύματα γίναν τόσα πολλά που πονούσε όλο μου το κορμί, ολάκερη η ψυχή μου…και σταμάτησα να βουτάω.
Τώρα πια δε θέλω τον έρωτα το μοιραίο, δε θέλω μετωπικές συγκρούσεις. Θέλω τον άλλο έρωτα. Τον ήρεμο, αυτόν που δε θα αλλάξει τη ζωή μου, αλλά θα της δώσει άλλη ρότα. Αυτόν που το κυρίαρχο στοιχείο του δε θα είναι η κατάκτηση, δε θα είναι οι προσδοκίες και τα τρελά χτυποκάρδια, αλλά το νοιάξιμο. Που θα έχει πάντα μια αγκαλιά για μένα όταν τη χρειάζομαι, που θα μυρίζει λιμάνι μόνο δικό μου και που η καρδιά μου θα αγκυροβολήσει μια και καλή. Που θα μου δίνει φτερά και θα είναι ο άνεμος κάτω από αυτά.