Γράφει η Έλενα Δημάκη
Δεν ήθελε δώρα, δεν ήθελε όρκους, δεν ήθελε να την πείσει. Ήθελε μόνο να είναι εκεί. Απλός, ειλικρινής, παρών. Να μη χρειάζεται να ρωτήσει αν την αγαπά. Να το βλέπει, να το νιώθει, να το καταλαβαίνει από τον τρόπο που την κοίταζε. Από τη στάση του σώματός του, όταν καθόταν δίπλα της. Από τη σιωπή του, όταν δεν έλεγε τίποτα —αλλά ήταν εκεί.
Εκεί. Αυτό ήθελε. Να είναι εκεί, όχι από υποχρέωση, αλλά επειδή δεν μπορούσε να είναι πουθενά αλλού. Να είναι εκεί, όχι από συνήθεια, αλλά επειδή κάθε κύτταρο του ήθελε να είναι δίπλα της.
Δεν του ζήτησε τίποτα. Και ίσως αυτό να ήταν το λάθος. Του επέτρεψε να της δίνει λίγο, γιατί πίστεψε πως αυτό το λίγο ήταν το καλύτερο που μπορούσε. Πίστεψε πως, ίσως, κάποια μέρα θα της έδινε κάτι παραπάνω. Μα όσο τον δικαιολογούσε, εκείνος συνήθιζε. Και όσο συνήθιζε, εκείνη μάθαινε να πονάει σιωπηλά.
Κατάλαβε αργά. Πως ο έρωτας δεν είναι συναίσθημα που μοιράζεται μισό. Πως όταν αγαπάς μόνη σου, δεν λέγεται έρωτας. Λέγεται προσκόλληση. Αυταπάτη. Τύφλωση. Πως το «ο καθένας αγαπάει όπως μπορεί» είναι παρηγοριά των λίγων για να δικαιολογούν τα λιγοστά τους.
Κι όμως, τον αγάπησε πιο πολύ απ’ τον εαυτό της. Κι εκεί είναι που την πλήγωσε πιο βαθιά.
Γιατί όσο κι αν ήξερε πως δεν ήταν σωστό, η καρδιά της χτυπούσε πάντα πιο δυνατά όταν άκουγε το όνομά του.
Και κανένα «λίγο» δεν την έκανε ποτέ να πάψει να ελπίζει για το «όλο».