Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Δεν ήθελες αγάπη. Ήθελες προσοχή.
Κι εγώ μπέρδεψα το ένα με το άλλο.
Πάντα εκεί ξεκινάει το λάθος.
Όταν μπαίνεις με την καρδιά και ο άλλος απλώς ψάχνει να γεμίσει το κενό του.
Όχι με σένα. Με κάτι. Με ό,τι βρεθεί πρόχειρο.
Με βλέμματα, με λόγια, με χειρονομίες που δεν κουβαλούν αίσθημα, αλλά ανάγκη.
Δεν ήθελες να αγαπηθείς.
Ήθελες να νιώσεις σημαντικός για λίγο.
Να δεις κάποιον να τρέχει πίσω σου. Να αποδείξει ότι αξίζεις.
Και το έκανα.
Σου έδωσα το βλέμμα μου, σαν να μην υπήρχε αύριο.
Σου χάρισα προτάσεις που δεν λέγονται εύκολα.
Σε έβαλα σε σκέψεις που είχα φυλαγμένες για κάποιον που θα έμενε.
Και εσύ;
Απλώς τις πήρες.
Όχι γιατί τις ήθελες.
Αλλά γιατί μπορούσες.
Μπερδεύτηκα.
Νόμιζα πως η ανάγκη σου για παρουσία ήταν ανάγκη για σύνδεση.
Νόμιζα πως όταν με καλούσες, με ήθελες.
Μα ήθελες απλώς να δεις αν ακόμα υπάρχω εκεί, για να νιώθεις πως μετράς.
Η αγάπη δεν είναι έτσι.
Η αγάπη δεν μπαίνει στην αναμονή.
Δεν γίνεται επίδειξη, δεν μετριέται με απουσίες.
Η αγάπη είναι ήσυχη, βαθιά και σταθερή.
Κι εσύ ήσουν φασαρία. Όχι αίσθημα.
Δεν σε κατηγορώ.
Ίσως ούτε εσύ δεν ήξερες τι ήθελες.
Μα εγώ ήξερα.
Κι αυτό κάνει όλη τη διαφορά.
Γιατί εγώ, ήθελα να δώσω.
Και εσύ, απλώς ήθελες να πάρεις.
Όχι την καρδιά μου – την προσοχή μου.
Το ότι κάποιος γυρνούσε τον κόσμο του γύρω από εσένα.
Και όταν σταμάτησα;
Ξαφνικά δεν υπήρχα πια.
Γιατί δεν ήμουν ποτέ εσύ.
Ήμουν απλώς ο καθρέφτης σου.