Δίδυμες φλόγες, σε έναν θάνατο
Γράφει η Ελένη Αράπη.
Φωτιές, πυροβολισμοί, αίμα καιγόταν η Κρήτη. Ένα αγόρι έτρεχε, κοντά στα δεκάξι. Δε φοβόταν, μα έτρεχε, έτρεχε να προλάβει, άντρας να γίνει. Δεν πρόλαβε. Μια κάννη στο κεφάλι τον οδήγησε σ΄ένα μπουντρούμι, μαζί με άλλα παιδιά, μπορεί να ‘ταν και άντρες. Δε φοβόταν μα πονούσε. Οι αλυσίδες του ΄χαν γδάρει το δέρμα. Θολές εικόνες, μα αυτή ήταν ξεκάθαρη. Όλοι μαζί, άντρες, παιδιά, αλυσοδεμένοι, να περπατάνε με τις κάννες στα κεφάλια, χωρίς να ξέρουν που πάνε.
Ήταν άνοιξη, μοσχομύριζε το χώμα ζωή.
Και κάπου εκεί ακούει το ουρλιαχτό της μάνας, μιας λύκαινας μάνας, μπορεί και δικιάς του, “Γιέ μου”
Βίαιο σπρώξιμο, γκρεμός. Δε φοβόταν, δεν πονούσε πια.
Σκοτάδι.
Βίαιο σπρώξιμο, ουρλιαχτό, ανάσα, γέμισαν τα πνευμόνια αέρα.
Πίσω πάλι, ζωή, νέα ζωή, λήθη.
Θολές σκηνές, άνθρωποι, λέξεις, κούφιες γνώσεις. Αγγίγματα, οργασμοί, κλάματα, πόνος. Τι κι αν χαμογελούσαν τα μάτια, πάντα η ίδια θλίψη, το ίδιο ουρλιαχτό “ενδόμυχο”.
Σαν κάτι να έψαχνε, σαν κάτι να έλειπε, χωρίς να ξέρει τι, χωρίς καν να θυμάται.
Μέχρι που τον αντίκρισε, τον κοίταξε ευθεία στα μάτια, την αναγνώρισε, ο άντρας χαμήλωσε το βλέμμα. Κι όταν για πρώτη φορά τον ένιωσε εντός της, μόνο μια λέξη ανάσανε στα χείλη της “Γιέ μου”.
Κανένας θάνατος πια δεν θα μπορούσε να τους χωρίσει, τώρα ξέραν και οι δύο.
Σαν γίνονται οι δύο
σώμα καρφί
ματώνει ο Χρόνος.
Φως.
LoveLetters