Γράφει η Σοφία Δημητρίου
Όλα μοιάζουν όπως παλιά, μα όλα έχουν αλλάξει. Κοιτάζεις, γελάς, μα πες μου αλήθεια, το νιώθεις πια; Για ποιο “μαζί” και ποια ευτυχία μού μιλάς;
Έχουμε γίνει δύο ξένοι. Δύο συγκάτοικοι που κάποτε μοιράστηκαν έρωτα, όνειρα και χάδια. Κι όμως, τώρα τρώμε μαζί σιωπηλοί, αποφεύγοντας να αντικρίσουμε ο ένας τον άλλον στα μάτια. Συνυπάρχουμε, αλλά δεν ζούμε μαζί.
Πού χάθηκε η λαχτάρα, το συναίσθημα, το πάθος που μας ένωσε; Οι νύχτες μας έγιναν άδειες, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ οι ίδιοι άνθρωποι που κάποτε λαχταρούσαν να μοιραστούν τα πάντα. Ναι, να μοιραστούν τη ζωή, τη χαρά, την απόγνωση, τα όνειρα. Όχι, να περιμένουν απλώς να περάσει η μέρα.
Ποιοι είμαστε πια; Όχι, δεν είμαστε οι ίδιοι. Και το βλέπω κάθε φορά που περνώ μπροστά από τον καθρέφτη. Εκεί αντανακλάται η πίκρα, το παράπονο, οι σιωπές μας. Όλα όσα κάποτε ήταν γεμάτα ζωή, τώρα μοιάζουν απλώς σκιά του παρελθόντος.
Πώς καταλήξαμε έτσι; Το σαλόνι που άλλοτε γέμιζε με γέλια, τώρα μοιάζει άδειο, σαν σκηνικό εγκαταλελειμμένης παράστασης. Κάθε αντικείμενο, κάθε λεπτομέρεια, φέρει τη σφραγίδα του χρόνου και της απόστασης που έχει μπει ανάμεσά μας.
Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να γυρίσουμε πίσω. Ξέρω μόνο ότι δεν αντέχω άλλο αυτή την κενότητα. Δεν αντέχω άλλο να ζούμε σαν ξένοι, να προσποιούμαστε ότι όλα είναι καλά, ενώ μέσα μας κάτι έχει σπάσει. Θέλω να νιώσω ξανά. Θέλω να ζήσω ξανά.