Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Μα τι κάνω; Πάλι πληκτρολογώ «μάνα» στο facebook. Έστω μια φορά δεν έχω καταφέρει να την πω με τ’ όνομά της. Η μάνα μου. Γεμίζει το στόμα μου κι η ψυχή μου μ’ αυτή μόνο τη φράση.
Η μάνα μου. Και πόσα να ξέρω άραγε γι’ αυτήν. Ο ένας από τους δυο ανθρώπους που γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κοντούλα λεμονιά μου, με τα γυαλιά της μυωπίας της κι αργότερα –τώρα πια-με της πρεσβυωπίας της.
Με τα κοντά μαλλιά της που έχουν περάσει τα πάθη του Ιώβ, μια ξανθά, μια κόκκινα, μια δυο περμανάντ. Κουράστηκαν τώρα πια κι έγιναν γκρι οι κροτάφοι τους κι είναι και μια τούφα στο πίσω μέρος που επαναστατεί και ποτέ δεν στρώνει. Σαν τη μάνα μου, οργισμένο νιάτο, με τις κορδέλες στα μαλλιά, με τα ιδιωτικά σχολεία, που έραψε κουμπιά πάνω στη σχολική ποδιά για να τη διακοσμήσει.
Η μάνα μου το παιδί της πόλης που τόσο πολύ ήθελε να σπουδάσει Ιστορία Τέχνης κι έφυγε στη Γιουγκοσλαβία , μα η γλώσσα ήταν δύσκολη κι ύστερα πήγε διακοπές στην Ιταλία. Έκαστε μήνες πολλούς και γύρισε δέκα κιλά παραπάνω και τελικά Ιστορία της Τέχνης δε σπούδασε. Μα ποιον πειράζει.
Η μάνα μου, που της αρέσουν τα γλυκά, κυρίως τα κουλούρια, που γνώρισε τον πατέρα μου στο γυμνάσιο κι ήταν τόσα χρόνια μαζί και παντρεύτηκαν στο παρά τσακ –για την εποχή- γιατί παραλίγο η μάνα μου να τριανταρίσει.
Η μάνα μου με τα πατίνια της και τα all star, αργότερα με τα ροκάκια της και τα φαρδιά της ρούχα. Η μάνα μου που η φωνή της είναι διαπεραστική και δυνατή, λες κι ο Θεός της χάρισε απλόχερα φωνή κι ευφράδεια λόγου για ν’ αντισταθμίσει το μικρό της ανάστημα, που ποτέ δεν την ενόχλησε, αλλά εμείς θα θέλαμε να μιλάει σιγανότερα.
Η μάνα μου που τα ξέρει όλα για όλους, δέντρα γενεαλογικά κι ιστορίες γι’ αγρίους , που διάλεξε να σώσει εμένα αντί για το δίδυμο αδερφό μου στη γέννα. Η μάνα μου που είχε τη μάνα της σαν θεό- κι ακόμα την έχει- κι όταν την έχασε ράγισε κι έμαθε να ζει από την αρχή. Να μαγειρεύει, να σιδερώνει, να τα βγάζει πέρα μόνη. Η μάνα μου που έτρωγα ξύλο για να μάθω να τρώω τα ρεβίθια και το χθεσινό γιουβέτσι κι εγώ έκλαιγα κι έκλαιγα και δες με τώρα που έγινα άνθρωπος κι έχω γι’ αγαπημένο φαγητό το σπανακόρυζο.
Η μάνα μου που μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη θάλασσα, ν’ αγαπώ τη ζωή, να λερώνομαι, να σπάω τα μούτρα μου με φόρα και δεν πειράζει την υγειά μας να χουμε. Να σηκώνομαι μετά και να σκέφτομαι γιατί τα έσπασα και τουλάχιστον να μην τα ξανασπάσω για τον ίδιο λόγο. Η μάνα μου που τόσα χρόνια παλεύει ενάντια στο απαισιόδοξο του χαρακτήρα μου κι ακόμα θα παλεύει και πυρ και μανία γίνεται με τον παρορμητισμό μου, που μάλλον-λέω μάλλον- απ’ αυτήν τον κληρονόμησα, αλλά αυτό δεν θα το παραδεχτούμε και ποτέ.
Η μάνα μου που είναι όρθιος βράχος ν’ ακουμπάς, να κλαις και να σε σπρώχνει να σε ρίχνει στα βαθιά για να μάθεις κολύμπι. Μαεστρία μεγάλη.
Η μάνα μου που τόσες φορές την κατηγόρησα- Θεέ μου τι ντροπή- για τα δικά μου τα σφάλματα και που βιάστηκα πολλές φορές να της πω πως τη μισώ γιατί πληγώνομαι. Γιατί εκείνη η ρετσινιά του καλού παιδιού που με μανία μου κολλούσε τόσα χρόνια στην ψυχή μου, είναι φορτίο βαρύ.
Η μάνα μου που ό,τι και να έκανα, ό,τι και να γίνει είναι μάνα μου. Κι ας εκνευρίζομαι εγώ που ανακατεύεται στη ζωή μου κι ας λέει όταν θυμώνει «ό,τι θες κάνε, ποσώς μ’ ενδιαφέρει», γιατί ξέρω πως πάντα θα την ενδιαφέρει και πάντα πολύ θα με νοιάζεται. Σιωπηλά κι από απόσταση, πάντα θα παρακολουθεί τη ζωή μου κι εγώ θα έχω έναν αόρατο κι έναν ορατό φύλακα άγγελο ταυτόχρονα στη ζωή μου.
Για όλα εκείνα τα σ’ αγαπώ που απλόχερα πάντα και με κάθε τρόπο εκφράζεις, δίχως τσιγκουνιές και φόβους. Που εγώ δεν σου τα ανταποδίδω και δεν προφταίνω και ποτέ δεν θα μπορέσω να στα γυρίσω όλα πίσω. Σ’ ευχαριστώ και σ’ αγαπώ, μάνα μου.