Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζόγλου
Διάβασα κάτι προχθές και ήρθες στη σκέψη μου απρόσκλητος πάλι, σα να μην πέρασε μια μέρα…
Κόλλησα σε μια φράση που έλεγε: «…Νιώσε πρώτα και σου εξηγώ αργότερα…».
Θύμωσα τόσο μαζί σου ξανά, σα να μην πέρασε μια μέρα…
Όλοι οι λόγοι που μ’ έκαναν να θέλω να τρέξω μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα, με πλάκωσαν με όλο τους το βάρος, με όλη τους τη δύναμη και την ορμή, γι’ ακόμα μια φορά…
Εκείνος ο έρωτας που έμεινε μισός, εκείνος ο ύπουλος πόνος, εκείνη η γεύση στο στόμα η πικρή, εκείνα τ’ αναπάντητα ερωτηματικά…
Παράπονο, οργή, θυμός, αναμνήσεις, καμένα όνειρα, απογοήτευση, τσακισμένος εγωισμός, σε μια παράκρουση της στιγμής, έπεσαν πάνω μου αδυσώπητα και με διέλυσαν, γι’ ακόμα μια φορά…
Μ’ έκαναν πάλι να σκεφτώ, το πόσο αφελής στάθηκα, που πίστεψα ότι ήμασταν αλλιώτικοι εσύ κι εγώ…
Δήθεν, από την ίδια πάστα, δήθεν από το ίδιο χώμα και νερό, δήθεν από τον ίδιο Θεό. Ότι τάχα ζούσαμε στο ίδιο παράλληλο σύμπαν, όπου υπήρχαμε εμείς οι δυο στη μια πλευρά κι ο υπόλοιπος κόσμος στην άλλη. Ότι τάχα αυτό που νιώσαμε ήταν κάτι ξεχωριστό, ιδιαίτερο και αμοιβαίο…
Πόσο ηλίθια ρομαντική και πόσο τραγικά γελασμένη…
Να’ ξερες πόσο λίγο μ’ ένοιαξε, που τη στιγμή που έκλεινα πίσω μου την πόρτα, μου είπες πως είμαι ότι καλύτερο σου έχει συμβεί στη ζωή σου…
Γιατί εμένα, ότι πιο δυνατό έχεις νιώσει ποτέ στη ζωή σου, μ’ ένοιαζε να είμαι! Αυτό ήταν το μόνο που είχε νόημα για μένα να σου συμβαίνει.
Το να θέλεις να είσαι μαζί μου, γιατί δε μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς εμένα, ήταν το μόνο που μ’ ενδιέφερε. Το να νιώθεις μισός χωρίς εμένα μέσα σ’ αυτή, ήταν το μόνο που είχε σημασία για μένα, ν’ ακούσω.…
Να μοιραστώ μαζί σου όνειρα, στιγμές, αλητείες, τρέλα, παράλογά, σκέψεις και ψυχή, ήθελα. Σύντροφο και συνοδοιπόρο στην παράνοια της ζωής σε ήθελα.
Όλα αυτά που δε μπόρεσες, που δε θέλησες και που φοβήθηκες… Όλα εκείνα που προτίμησες ν’ αρνηθείς και να ξεχάσεις, προκαλώντας στον εαυτό σου εθελούσια αμνησία και λοβοτομή.
Μην ανησυχείς όμως και μη φοβάσαι… Αυτή τη φορά δε θα προσπαθήσω να σου θυμίσω.
Αυτή τη φορά δε θ’ απλώσω την καρδιά μου για να περάσεις, δεν θα την παζαρέψω, δε θα ζητήσω, δε θ’ απαιτήσω και δε θα παραπονεθώ, αλλά ούτε και θα παλέψω μόνη για δύο.
Αυτή τη φορά δε θα παραμυθιαστώ με ψεύτικα όνειρα και δήθεν αισθήματα, δίνοντας υπόσταση στ’ ανύπαρκτα κι ακούγοντας λόγια απ’ το στόμα σου, να λένε τα ανείπωτα.
Δε θα ψάξω για το χαμένο θησαυρό και δε θα ζητήσω αυτό που δε θέλεις και που δε μπορείς. Αυτή τη φορά, δε θα σκύψω για να μαζέψω τα ψίχουλα.
Δε θα δω τίποτα που δε δείχνεις με εκρήξεις και πυροτεχνήματα και δε θα προσπαθήσω να μαντέψω τι κρύβεται πίσω από υπονοούμενα.
Αυτή τη φορά επιλέγω άπλετο φως και καθαρή αλήθεια. Ούτε λίγο, ούτε σχεδόν, ούτε περίπου, ούτε ίσως. Αυτή τη φορά, μόνο τα πάντα ή το απόλυτο τίποτα!
Γιατί ποτέ δε μ’ ενδιέφερε να είμαστε μέτριοι, συνηθισμένοι και συμβατοί, εσύ κι εγώ.
Να μας βλέπουν μαζί και ν’ απορούν ήθελα. Να γεννάμε στους άλλους την ελπίδα, πως αυτό που έχουμε δεν είναι άπιαστο, αλλά υπάρχει και μπορεί να συμβεί.
Να μας ζηλεύουν ήθελα, γι’ αυτό που έχουμε, γι’ αυτό που είμαστε και γι’ αυτό που μπορούμε να γίνουμε. Να θέλουν να γίνουν σαν κι εμάς, ήθελα…
Να ζήσω μαζί σου τα πολλά, ήθελα… ενώ εσύ είχες μέσα σου, τόσο λίγα.
Αλλά, κοίτα να δεις που κάθομαι πάλι κι εξηγώ…
Άστο καλύτερα… Νιώσε πρώτα και σου εξηγώ αργότερα…