Γράφει η Ελένη Κασιμάτη
Δεν ξέρω πώς έγινε, δεν ξέρω καν πότε. Απλώς, ήρθες. Σαν ανεμοστρόβιλος που τα σαρώνει όλα στο πέρασμά του, μπήκες στη ζωή μου και τα άλλαξες όλα. Ήμουν τόσο σίγουρη για τον εαυτό μου, για αυτά που πίστευα για τον έρωτα. Τον θεωρούσα υπερεκτιμημένο, ένα παιχνίδι γεμάτο αυταπάτες, κάτι που έρχεται και φεύγει αφήνοντας μόνο απογοήτευση.
Κι ύστερα εμφανίστηκες εσύ. Με εκείνο το χαμόγελο που έμοιαζε να κουβαλάει μυστικά που δεν ήξερα αν ήθελα να μάθω. Με τον τρόπο που έλεγες το όνομά μου, λες και ήταν η μόνη λέξη που άξιζε να ειπωθεί. Με το βλέμμα σου, που δεν κοίταζε απλώς, αλλά έψαχνε να βρει όλα αυτά που έκρυβα επιμελώς.
Ξαφνικά, όλα όσα πίστευα για τον έρωτα έγιναν κομμάτια. Όχι γιατί προσπάθησες να με πείσεις για κάτι, αλλά γιατί ήσουν εσύ. Δεν χρειαζόταν να πεις πολλά. Κάθε σου κίνηση, κάθε σου λέξη, κάθε σου σιωπή φώναζε όλα όσα εγώ δεν ήθελα να δω.
Κατάλαβα ότι ο έρωτας δεν είναι κάτι που μπορείς να ελέγξεις. Δεν είναι κάτι που σχεδιάζεις ή αποφεύγεις. Είναι εκείνο το ξαφνικό «κλικ», εκείνη η αίσθηση πως ό,τι κι αν είχες ζήσει πριν, δεν μοιάζει πια αρκετό.
Κι όσο κι αν με τρόμαζε, όσο κι αν ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις μου, ήσουν ήδη εκεί. Είχες ήδη καταφέρει να γκρεμίσεις όλους τους τοίχους που είχα χτίσει. Και κάπου ανάμεσα στις αντιστάσεις μου και στην επιμονή σου, έμαθα ξανά να πιστεύω.
Ήρθες και κατέρριψες ό,τι πίστευα για τον έρωτα. Και ίσως, για πρώτη φορά, νιώθω πως αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που μπορούσες να κάνεις.