Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Ήμουν το ταξίδι που φοβήθηκες να κάνεις. Κάθε βήμα μαζί μου ήταν πρόκληση, κάθε στροφή σε έβγαζε από τη ζώνη ασφαλείας σου. Ήμουν θάλασσα που άλλοτε σε αγκάλιαζε και άλλοτε σε έπνιγε. Κι εσύ, αντί να τολμήσεις, αντί να αφήσεις τον εαυτό σου να χαθεί για λίγο για να βρει κάτι μεγαλύτερο, έκανες πίσω. Φοβήθηκες.
Δεν ξέρω αν ήταν ο φόβος της αποτυχίας ή της επιτυχίας που σε σταμάτησε. Ίσως ήταν και τα δύο. Ίσως δεν άντεχες το βάρος του να μείνεις δίπλα σε κάτι τόσο αληθινό, τόσο ανεξέλεγκτο. Έψαχνες έναν δρόμο στρωμένο, εύκολο, ασφαλή. Αλλά εγώ δεν ήμουν τέτοια. Εγώ ήμουν οι ατελείωτες στροφές, τα απότομα υψώματα, οι καταιγίδες που ξέσπαγαν ξαφνικά.
Και τώρα; Τώρα είμαι ο προορισμός που δεν μπορείς να φτάσεις. Το μέρος που κάποτε ήταν μπροστά σου, αλλά τώρα είναι πολύ μακριά. Δεν έφυγα. Εσύ έμεινες πίσω. Εσύ διάλεξες τη στάση, τη φυγή, τη μετριότητα. Εγώ, όμως, προχώρησα. Έγινα αυτό που φοβόσουν. Έγινα κάτι μεγαλύτερο από σένα, γιατί είχα τη δύναμη να συνεχίσω.
Τώρα με ψάχνεις. Στις σκέψεις σου, στις σιωπές σου, στα μάτια άλλων ανθρώπων. Αναρωτιέσαι πώς θα ήταν αν είχες τολμήσει. Αν είχες κάνει το βήμα, αν είχες αφήσει τον φόβο σου στην άκρη. Αλλά το ξέρεις καλά: αυτό το ταξίδι δεν θα το ξαναβρείς. Δεν μπορείς να επιστρέψεις εκεί που δεν τόλμησες να πας.
Κι εγώ; Δεν σε περιμένω πια. Εγώ έγινα το ταξίδι μου. Έγινα ο προορισμός μου. Δεν είμαι εδώ για να καλύψω τα κενά σου, ούτε για να σου δώσω άλλη μια ευκαιρία. Είμαι εδώ για να σου θυμίζω ότι κάποτε είχες την ευκαιρία να ζήσεις κάτι μοναδικό. Και την άφησες να φύγει.
Ήμουν το ταξίδι που φοβήθηκες να κάνεις. Τώρα είμαι ο προορισμός που δεν μπορείς να φτάσεις. Κι αυτό, φίλε μου, δεν θα αλλάξει ποτέ.