Γράφει ο Μιχάλης
Τόσες μέρες άυπνος, μόνος να γυρνώ στο κρεβάτι. Τα μάτια κόκκινα από την κούραση, από το δάκρυ.
Μα δεν ξέρω πώς όλα να τα αφήσω. Δεν ξέρω αν ποτέ μπορώ να το ξεπεράσω.
Έμαθα τα αισθήματα μου να ελέγχω, και από όλους και όλα να απέχω .
Ήμουν κλειδαριά που είχα κλείσει από καιρό.
Και ήρθες έτσι ξαφνικά και με ξεκλείδωσες
Απλά με ένα χαμόγελο.
Έφερες την άνοιξη στην ζωή μου, που ο χειμώνας ήταν πάντα μέσα στην ψυχή μου.
Ήρθες και έφερες φωτιά μέσα στην καρδιά που δεν ήξερα ότι υπήρξε..
Με κοίταξες και ένοιωσα σαν να έχω ύπαρξη και πάλι.
Δεν σε φίλησα μα είχα την γεύση σου στα χείλη μου.
Δεν σ’ αγκάλιασα αλλά ένιωθα το ρίγος στο κορμί μου..
Δεν σε χάιδεψα μα τα χέρια νιώθω ότι κάηκαν.
Δεν σου μίλησα, μα σου χάρισα την καρδιά μου..
Δεν σου χαμογέλασα..
Μα έτσι απλά και αληθινά σ’αγαπώ.
Μα ποτέ η ζωή δεν με αγάπησε κι ίσως και εσύ. Όχι ότι το ζήτησα, ούτε που τόλμησα να το φανταστώ, όχι να το πω.
Η ζωή ποτέ δεν με χάιδεψε, πάντα αλύπητα με χτύπαγε.
Και για ακόμα μια φορά γεύτηκα σε μια βραδιά και ζωή και θάνατο.
Όχι ότι με πείραξε!
Τώρα είμαι και χαρούμενος γιατί την ψυχή έβαλα στα κόκκινα χείλη σου και την καρδιά μου την έκανα καρδιά σου.
Τώρα είμαι χαρούμενος γιατί θα πάρει τούτο το άδειο κουφάρι, που δεν έχει σημασία καμία.
Τώρα είμαι ευτυχισμένος!
Τώρα ξέρω πώς ήταν!
Τώρα ξέρω γιατί!
Τώρα ξέρω πώς!
Τώρα ξέρω γιατί εσύ..