Ένα σκοτεινό παραμύθι, πάθους και λάθους
Γράφει η Blonde Komando.
Βρήκα τη δύναμη να σε αφήσω να φύγεις. Να σβήσω τη φωτογραφίες σου. Να μη μαθαίνω νέα σου.Να αφήσω την τελευταία σταγόνα από το άρωμά σου να εξατμιστεί από το μαξιλάρι. Να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν υπήρξες ποτέ. Να βρίσκομαι πάλι να πιστεύω ότι κρατάω την πένα και γράφω την ιστορία ενώ ποτέ δεν επέλεξα το τέλος.
Ο έρωτας είναι η πιο άνιση μάχη σήμερα. Γιατί δεν παλέψαμε οι δυο μας μονάχα με τον τρόμο που μας προκαλεί το απόλυτο. Μας βομβάρδιζαν παράλληλα τα πρέπει, τα στερεότυπα, η ανασφάλεια και η επιφανειακότητα αυτού του κόσμου, στον οποίο ήταν μοιραίο και συνάμα τραγικό να ανταμώσουμε.
Εκεί που η δική μου προσπάθεια να είμαι η τέλεια γυναίκα που τα κάνει όλα καλά, διασταυρώθηκε με τις δικά σου φαντάσματα. Εγώ ήθελα μια ζωή που οι δυο μας νικάμε τις φωτιές και τους δράκους κι εσύ μια καθημερινότητα στην οποία δε χρειάζεται ποτέ να προσπαθήσεις για τίποτα. Άραγε ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος;
Εγώ που έχτιζα σκάλες στο φεγγάρι για να ανέβουμε μαζί, έμεινα να αναρωτιέμαι πως τα όνειρά μου έγιναν εφιάλτες. Πώς έπεσα από το πρώτο σκαλοπάτι, όταν πίστευα ότι θα φτάσω στον ουρανό. Εγώ που τα έδωσα όλα έμεινα να καθορίζομαι από την απουσία σου. Να είναι ο χρόνος σχετικός, ο δρόμος αβέβαιος, ο πόνος συνεχής. Αλλά να νιώθω τη ζωή σε όλο της το μεγαλείο: βρήκα αυτό που αγαπώ και το άφησα να με σκοτώσει, όπως συμβούλευε ο Μπουκόφκσι.
Σε άφησα να με εξημερώσεις όπως ο Μικρός Πρίγκιπας την αλεπού. Γιατί σε μια ζωή ευθεία που σχεδίασε η λογική, εγώ επέλεξα της μουντζούρες του συναισθήματος. Την ατέλεια έναντι του βολέματος. Τον κόπο αντί της άνεσης. Την ομορφιά της καταστροφής ενάντια στη νωχελικότητα της απραξίας. Το δικό σου μαγικό λίγο ενάντια σε ένα ευτελές πολύ.
Φτάσαμε σε ένα αδιέξοδο αντί για το ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών.Αυτό που θα διηγούμασταν περήφανοι κάποτε ως τη δική μας μοναδική ιστορία. Δε γίναμε η επικεφαλίδα που ονειρεύτηκα. Βουλιάξαμε σαν σαπιοκάραβα στις θάλασσες των καιρών. Κι ας διέσχισα φοβισμένη ωκεανούς για να σε βρω. Κι ας ταυτίστηκα με ό,τι ήταν δικό σου. Κι ας ήμουν η Κοκκινοσκουφίτσα που αγάπησε τον Κακό Λύκο σε εκείνο το σκοτεινό, αφιλόξενο δάσος.
Μα εσύ που τα είχες όλα προσχεδιασμένα, όλα μετρημένα, όλα σωστά τι τελικά άφησες να σε βγάλει από τη γυάλα σου; Τι αληθινό έμεινε να αγκαλιάζεις που να μην είναι τρωτό; Πόσο παγιδεύτηκες στην ψευδαίσθηση ενός καθόλου, που είναι απλώς πιο ήπιο από το πολύ; Που δεν ρίχνει φως στα σκοτάδια σου και μένουν καλά κρυμμένα. Που δε σε ξέρει για να ψαχουλεύει τα μυστικά σου.
Οι ψυχές περιπλανιούνται μέχρι να ερωτευτούν. Κάπου παγιδεύονται στα ημίμετρα μέχρι να βρουν πού ανήκουν. Σε αυτήν την αγκαλιά που παραμένουν παιδιά. Τα παιδιά φοβούνται ξέρεις, τα παιδιά φαντάζονται, τα παιδιά ονειρεύονται.
Εκεί με άφησες σαν ένα ξεχασμένο, παιχνίδι να περιμένει τα ζεστά σου χέρια. Όμως άνθρωποι σαν εσένα γερνάνε κι εγώ δε μπορώ να αντέξω τη φθορά στο αγαπημένο σου πρόσωπο. Κι αυτή τη φορά το κορίτσι σου δεν πρόλαβε να σε απαγάγει πριν αλλάξεις.
LoveLetters