Γράφει η Λέλα Σακήλια
Να μεθύσουμε ένα βράδυ και να πούμε αλήθειες…
Ξέρεις, δεν μιλάω για εκείνο το μεθύσι που ξεχνάς ποιος είσαι. Όχι. Μιλάω για εκείνο που σε κάνει να θυμάσαι. Να θυμάσαι κάθε “σ’ αγαπώ” που κράτησες πίσω, κάθε “συγγνώμη” που φοβήθηκες να πεις, κάθε “σε θέλω” που δεν τολμούσες να φωνάξεις. Να θυμάσαι όλα όσα είσαι και όλα όσα προσπαθείς να κρύψεις.
Ας τα πετάξουμε όλα στο τραπέζι. Μάσκες, άμυνες, φόβους. Ας πιούμε μια γουλιά θάρρους, λίγο κόκκινο κρασί – ξέρεις, από αυτό που ζεσταίνει το στήθος – και ας αφεθούμε. Ένα βράδυ χωρίς προσχήματα, χωρίς σκέψεις για το τι θα πει ο άλλος, χωρίς φίλτρα. Μόνο αλήθειες.
Θέλω να μου πεις πότε ένιωσες αληθινά ευτυχισμένος. Θέλω να μου πεις ποιο είναι το πιο μεγάλο σου όνειρο. Θέλω να μου πεις για εκείνη τη φορά που φοβήθηκες τόσο πολύ που ένιωσες ότι δεν θα τα καταφέρεις. Και θα σου πω κι εγώ. Για όλα. Για τους φόβους μου, για τις αδυναμίες μου, για τις στιγμές που με λύγισαν. Για τις στιγμές που αγάπησα περισσότερο απ’ όσο άντεχα.
Δεν είναι εύκολο να πεις αλήθειες.
Ξεσκίζουν τη σάρκα, βγαίνουν με πόνο. Σε αφήνουν γυμνό, εκτεθειμένο. Αλλά είναι τόσο όμορφο. Είναι τόσο αληθινό. Γιατί η αλήθεια – όσο τρομακτική κι αν μοιάζει – είναι το πιο ανθρώπινο κομμάτι μας.
Δεν φοβάμαι να σε δω χωρίς τα φίλτρα σου. Φοβάμαι να μη σε γνωρίσω ποτέ αληθινά. Δεν θέλω να είμαστε “εντάξει”. Θέλω να είμαστε ακατάστατοι, χαοτικοί, γεμάτοι πάθος και λάθη. Γιατί εκεί είναι το ζουμί της ζωής. Στις αλήθειες που πονάνε αλλά μας κάνουν ζωντανούς.
Ας είναι αυτό το βράδυ διαφορετικό.
Ας μεθύσουμε με λόγια, με ματιές, με στιγμές. Ας ρίξουμε όλες τις άμυνες και ας αφήσουμε τις λέξεις να κυλήσουν, όπως κυλάει το κρασί στο ποτήρι. Ας πούμε όλα εκείνα που φοβόμασταν να πούμε. Όχι για να κλείσουμε λογαριασμούς, αλλά για να ανοίξουμε δρόμους.
Γιατί, ξέρεις, η ζωή δεν είναι οι στιγμές που κρύβεσαι. Είναι οι στιγμές που αποκαλύπτεσαι. Είναι εκείνες οι ώρες που τολμάς να είσαι τόσο γνήσιος, που τρομάζεις ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Να μεθύσουμε ένα βράδυ και να πούμε αλήθειες.
Γιατί οι αλήθειες δεν είναι βαρίδια. Είναι φτερά. Και το μόνο που χρειάζεσαι για να πετάξεις είναι το θάρρος να τις πεις.