Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Θέλησα να γράψω έναν στίχο να ανοίξει την θύμησή σου.
Τον ήχο σου που ακούει στα σπλάχνα μου.
Το άρωμά σου που μυρίζει στις φλέβες μου.
Να αγγίξω έστω κάτι απ’τα γραμμένα που να σε γεμίσει μέσα μου, να αγγίξει λίγο απ’την μορφή σου.
Κι όταν το κάνω συμμετέχει μαζί μου η θάλασσα με τα κύματά της και με χτυπάει στα βράχια η φωνή σου.
Είναι εκεί κι ο άνεμος που σφαδάζει την γεύση σου στα χείλη μου.
Ποιον στίχο ν’ακουμπήσω για να σε ξυπνήσω;
Πες μου, ποιον;
Που όταν σ’ακούω, ευωδιάζει ο ήχος της ψυχής μου.
Που όταν σε βλέπω καρφώνεται η μορφή σου στην αγκαλιά μου.
Ποιον στίχο να ακουμπήσω πες μου, ποιον;
Να ημερέψει λίγο το μέσα μου θέλω, γιατί όταν σε κοιτάζω, η ματιά μου με μαρτυράει
Έλα, γιατί αλλού η αγάπη με πονάει.
Έλα όπως είσαι και φέρε μαζί σου τον έρωτά μου..
Θέλω να με διαβάζεις, να μπορείς να νιώθεις τι αισθάνομαι.
Σαν ένα ποίημα ευανάγνωστο, μ’ένα μυαλό δυσκολοκατάκτητο.
Σαν ένας λυγμός που περνάει απ’το σώμα σου στο σώμα μου τρέμοντας.
Εγώ είμαι το ποίημα το ανεξερεύνητο, ανεξέλεγκτο σε συγκινήσεις.
Σαν μια πυρακτωμένη ρίμα με χυμούς από ηφαίστειο.
Σαν την συνουσία που φέρει την υπογραφή μου.
Έλα κι εγώ θα κόψω τον θάνατο στα δύο να ταξιδέψει μαζί μας.
Έλα να αλληλοσκοτωθούμε μέχρι να εξαφανιστούν όλοι.
Έλα να αλληλοσκοτωθούμε μέχρι να μην υπάρχει κανείς.
Έλα χωρίς εγωισμό να φαγωθούμε μέχρι θανάτου.