Άσε με να κάνω βουτιά στην φαντασία σου
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη.
Άσε με να κυνηγήσω τη φαντασία σου.
Δε ξέρω πώς είναι, δεν το χω ξανακάνει.
Κρατάω στο ένα χέρι μπαλόνια με κορδέλες πολύχρωμες, στο άλλο χέρι κάτι μισοφαγωμένα κλειδιά.
Λες να η φτάσω; Θα ‘ναι ψηλά; Όπου και να ‘ναι δε μπορεί όλο και κάτι θα ‘χει ξεχάσει. Μια πατημασιά; Ένα όνειρο; Κάτι θα βρω να κρατήσω και μετά θα χαθώ.
Θέλω να χαθώ κάπου μακριά. Στην έρημο ας πούμε. Σε μια έρημο δίχως νερό, δίχως σκιά. Να νιώσω τη ζέστη να μασουλάει τα άκρα μου και να χαίρεται από τους αργούς παλμούς της καρδιάς. Δε θέλω κάποιο μαζί μου παρά μονάχα το καναρίνι μου.
Εκείνο έμαθε να την αντέχει τη ζέστη και να τραγουδά γλυκούς σκοπούς. Ταξίδι στις νότες μιας ατελείωτης αβύσσου, αναζητώντας την όαση που σε κάνει να ελπίζεις, που σε κάνει να χαμογελάς.
Το τραγούδι του δεν έχει λόγια, δεν έχει λέξεις. Είναι λόγος «άλογος» βαμμένος με εικόνες μαγικές. Φέρνεις στο νου τον Αλαντίν και το μαγικό λυχνάρι. Το τζίνι που θέλει απεγνωσμένα να εκπληρώσει τρεις σου ευχές.
Αχ, για άσε με να σκεφτώ τι θέλω. Τι θα ήθελα να αλλάξω; Μου βάζεις δύσκολα, δε ξέρω. Ίσως αν μπορούσα να μάθω να διαβάζω.
Να διαβάζω τις σκέψεις όλων των όντων, ανθρώπων και ζώων. Οι άνθρωποι δε με νοιάζει και τόσο. Για τα ζώα θέλω να μάθω.
Το τραγούδι πίσω του τι κρύβει; Θλίψη ή χαρά; Με τα κλειδιά και το τζίνι κάτι θα κάνω. Κάτι θα μάθω. Πρέπει να μάθω. Κάνε γρήγορα όμως γιατί ο χρόνος τελειώνει.
Όλοι έχουμε τη χάντρα μας στην πετονιά της ζωής. Χάντρες μικρές, μεγάλες, ασύμμετρες , πολύχρωμες με χίλια δυο πάνω. Άνθρωπος και ζώο με ίδια υλικά φτιαγμένοι.
Γιατί όμως ο άνθρωπος ροκανίζει τη πετονιά; Τι θέλει; Τι αποζητά; Για άλλαξε ρόλους και ρίξε ματιά.
LoveLetters