Να μην αφήσεις να χαθούμε..


Γράφει η Κατερίνα Μιχελάκη
Δεν θέλω άλλο να χτίζω γέφυρες μονάχα τείχη, μην απορείς και μη ρωτήσεις γιατί.
Μέσα σου ξέρεις πως τον έφτιαξα το δρόμο μόνο για σένα. Σάρωσα το είναι μου για πάρτη σου κι έχτισα αυτή τη γαμημενη γέφυρα λιθαράκι λιθαράκι.
Σ’ αντίκριζα μέρες και νύχτες στην απέναντι όχθη κι εγώ περίμενα καρτερικά χωρίς παράπονο με δύναμη που τρόμαζε ακόμα και εμένα.
Ένα σου χαμόγελο αρκούσε για να ζω κι όταν ερχόταν οι στιγμές που βυθιζόσουν στα σκοτάδια σου υπέφερα.
Υπέφερα γιατί δεν μπορούσα να σου τείνω το χέρι, να σου ψυθιρισω πως δεν είσαι μόνος, να σε βοηθήσω να ανακτήσεις γρηγορότερα την απίστευτη σου δύναμη.
Λάτρεψα όλα τα κομμάτια από το μοναδικό εγώ σου, ακόμα και εκείνα τα δύσκολα αγκάθια σου, δεν δίστασα να κατέβω στα υπόγεια της ψυχής σου ούτε στιγμή κι ας υπήρχαν σπασμένα γυαλιά και καρφιά εκεί μέσα.
Αγάπησα όλες τις πτυχές, ιδιαίτερα αυτές τις ξεχασμένες σου πλευρές,
γιατί είχες αλλοτριωθεί τόσο πολύ από τον πονο που δεν θυμόσουν καν ποιος είσαι.
Σ’ αντίκρισα “γυμνό” και όλα στο σύμπαν μου φαινόταν ομορφότερα, γεμάτα φως.
Ήσουν η δική μου “Άνοιξη” αυτή που πάντα λάτρευα.
Μα άρχισε να χορταριάζει το γεφύρι, να διαβαίνει ο καιρός, αυτό απάτητο να παραμένει κι εγώ καθηλωμένη στο ίδιο σημείο να σε περιμένω…
να περιμένω αυτή τη μοναδική ώρα που θα περάσεις τα ακροδάχτυλα σου στα δικά μου και θα μας χαρισεις μια στιγμή.
Ονειρεύτηκα αμέτρητα βράδια εκείνα τα μακρόσυρτα βήματα σου, μια αγκαλια, ένα χάδι, την στιγμή που το εγώ και το εσύ γίνονται ένα γίνεται εμείς.
Ακόμα περιμένω τούτο το μισό σου βήμα, αυτό που θα μου έδινε το θάρρος και τη δύναμη να βαδίσω ατελείωτα χιλιόμετρα ώσπου να σε συναντήσω…
εκείνη την μαγική στιγμή που η ανάσα μου θα έβρισκε το νόημα της.
Μα να, ο αέρας είναι τόσο λιγοστός, γιατί;
Είναι που ασφυκτιώ…
Ασφυκτιώ στην ιδέα πως δεν θα έρθεις ποτέ, πως αυτό το μισό βήμα σου θα μου στοιχειώνει τη ζωή .
Το χέρι μου είναι ματωμένο, κρατώ καιρό τώρα μια μικρή πετρούλα κι έχουν υπάρξει στιγμές που την έχω κρατήσει τόσο γερά.
Εκείνες τις αβασταχτες ώρες που η λογική προστάζει την καρδιά, να οδηγηθεί στην εγκατάλειψη της μορφής σου.
Εκείνες τις στιγμές που η ανυπεράσπιστη καρδιά δεν μπορεί να αντιτείνει ούτε ένα επιχείρημα.
Ίσως νομίζω πως ήρθε η ώρα.
Ήρθε η ώρα να γυρίσω την πλάτη μου σε εκείνη τη γέφυρα που τόσο έχω λατρέψει…κι ας νιώθω τα πόδια μου κολλημένα στο στο έδαφος κι ας λυγίζω μονάχα και στη σκέψη.
Μέσα μου ξέρω πως μόνο να γυρίσω την πλάτη μπορώ και να προχωρήσω, γιατί μου είναι αδύνατον, προτιμώ να αγκαλιάσω το θάνατο παρά να την γκρεμίσω.
Νομίζω πως ήρθε η ώρα να χτίσω το τείχος μου ξανά, αυτό που κάποτε ισοπέδωσες με ένα μοναδικό τρόπο.
Αυτό το τείχος που θα προστατέψει την ψυχή μου από εκείνο τον σκοτεινό δαίμονα που ονομάζεται πόνο, από αυτόν που με σκορπίζει σε αμέτρητα κομμάτια τις ατελείωτες μοναχικές νύχτες.
Κι έτσι ενώ το ξημέρωμα με βρίσκει μπαζώνοντας τα ιερά εκείνα τείχη μου, παράλληλα η καρδιά μου εκλιπαρεί, ευχόμενη με όλη την δύναμη της ένα πράγμα!
Να με προλάβεις έστω και την ίστατη στιγμή, να μην με αφήσεις να χαθώ.
Να μην αφήσεις να χαθούμε.
Μα η ελπίδα θα έπρεπε να έχει άλλο όνομα, ίσως καλύτερα να την λέγανε απάτη.
Εγώ σε βαφτίζω απόψε ελπίδα. Απάτη ψυχών το όνομα σου.
Απάτη σίγουρα της δίκης μου ψυχής