Η Ελληνίδα γιαγιά, μυρίζει αγάπη και βασιλικό
Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου.
Οι καλοκαιρινές μας διακοπές τελειώνουν και ένα σωρό χρώματα κι αρώματα έχουν κατακλύσει το μυαλό και την ψυχή μας, κάνοντάς μας να νιώθουμε ήδη νοσταλγία για τις μέρες που περάσαμε στο νησί. Σε ποιο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς όλα τα ελληνικά νησιά κρύβουν στα μικρά χωριουδάκια τους πολύτιμους θησαυρούς μοναδικών αναμνήσεων, που φροντίζουν να μείνουν χαραγμένοι στη σκέψη σου για πάντα. Ένας από τους πιο ιδιαίτερους θησαυρούς αυτών των μικρών χωριών είναι οι Ελληνίδες γιαγιάδες, που επιμένουν να κρατούν την παράδοση και να παράγουν πολιτισμό με τον λιτό τρόπο ζωής τους, που επιμένει να αντέχει στο πέρασμα των χρόνων. Στην καθεμιά από αυτές συναντάς τη δική σου γιαγιά, με το καχύποπτο βλέμμα στη θέα των ξένων, που μετατρέπεται σ’ένα πλατύ χαμόγελο μόλις τους βλέπει να πλησιάζουν προς το μέρος της.
Η τυπική Ελληνίδα γιαγιά είναι αυτή, που δεν μπορείς να προσδιορίσεις με ακρίβεια την ηλικία της, φοράει αεράτα φορέματα, που μοιάζουν με τα παλιά καλοκαιρινά και δροσερά σεντόνια, έχει μονίμως δεμένη μία ποδιά στη μέση της και ένα ζευγάρι παπούτσια, τύπου παντόφλα, που την εξυπηρετεί από το πρωί έως το βράδυ. Στις ρυτίδες του προσώπου της μπορείς να διαβάσεις όλες τις κακουχίες που έχει περάσει και τα ροζιασμένα χέρια της θα σε διαβεβαιώσουν πως έχει εργαστεί πολύ σκληρά στη ζωή της.
Ξυπνάει από τα άγρια χαράματα, όταν ακόμη έξω επικρατεί η βραδινή δροσιά, για να προλάβει να ταΐσει τις κότες της και να σκουπίσει την αυλή της με την αυτοσχέδια σκούπα της. Μέχρι να ξημερώσει έχει καταφέρει να ζυμώσει το ψωμί της ημέρας και έχει ετοιμάσει το πιο νόστιμο φαγητό με ό,τι πιο αγνό τους προσφέρει η φύση. Μεγαλώνει στον μπαξέ της τα πιο τρυφερά ζαρζαβάτια και μιλάει στα ζώα της σαν να είναι παιδιά της. Η μόνη μικρή πολυτέλεια που χαρίζει στον εαυτό της είναι ο ελληνικός καφές που πίνει παρέα με τη γειτόνισσα, συζητώντας για τα νέα του χωριού και, κυρίως, τις κουτσομπολίστικες εκδοχές τους, που οι ίδιες συνήθως τις γνωρίζουν καλύτερα από τους άμεσα ενδιαφερόμενους.
Μόλις σε δει, δε θα παραλείψει να σε ρωτήσει “τίνος είσαι εσύ;” και μόλις καταλάβει θα ακούσεις ένα μακρόσυρτο “αααααα”, που θα σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν πρόκειται για καλό ή κακό. Από τότε κι έπειτα, παραμένει φακελωμένος για πάντα και θα φροντίσει να μεταφέρει τα νέα σου σε όλο το χωριό, προσθέτοντας πιπεράτες λεπτομέρειες, που σίγουρα δε θυμάσαι να έδωσες.
Η Ελληνίδα γιαγιά δεν κατέχει από καλλυντικά και αρώματα, δεν τα γνώρισε ποτέ στη ζωή της, μα τα χέρια της συγκρατούν το πιο αγνό άρωμα του κόσμου, αφού συχνά χαϊδεύει τον βασιλικό, που στέκεται περήφανος να στολίζει το μικρό τραπέζι στη βεράντα της. Διακατέχεται από μία τρελή επιθυμία να σε κεράσει ένα συκαλάκι ή βύσσινο, πάντοτε σε συνδυασμό με βανίλια υποβρύχιο, που αποτελεί έναν μικρό νεωτερισμό στη καθημερινότητά της. Απολαμβάνει συγκρατημένα να ακούει πόσο χρυσοχέρα είναι και δακρύζουν τα μάτια της, κάθε φορά που βλέπει νέους ανθρώπους σαν εσένα, γιατί της θυμίζεις τα παιδιά της που έφυγαν στις μεγαλουπόλεις.
Πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία και στα πανηγύρια του χωριού ετοιμάζει πλούσια εδέσματα μαζί με τις υπόλοιπες συγχωριανές της, προσπαθώντας να ευχαριστήσει τον ξένο κόσμο, που επισκέπτεται το χωριό. Δε θα τη δεις να υπερβάλλει και θα τη θεωρήσεις “κρύα”, όταν αυτή απλά προσπαθεί να σταθεί ισάξια στο πλευρό του άντρα της. Είναι η κυρίαρχος του σπιτιού και αυτή που πετάει στα κρυφά τη ρετσίνα, για να μη μεθύσει ο κύρης του οίκου της, προφασιζόμενη πως τελείωσε. Ξέρει να τον διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο και παίζει χαρτιά μαζί του τα βράδια για να μην αλωνίζει στα καφενεία.
Γνωρίζει τις καλύτερες συνταγές για τις πιπεριές τουρσί, σου στέλνει κλούβες με κομπόστες και μαρμελάδες, κάνει τις πιο τραγανές τηγανιτές πατάτες και τα γλυκά της συναγωνίζονται αυτά των δηθενογκουρμέ εστιατορίων. Περνάει τον ελεύθερο χρόνο της πλέκοντας γιλέκα και πατουνάκια για τα παιδιά σου και έχει φροντίσει να γεμίσει τα συρτάρια σου με σεμεδάκια για μια ολόκληρη ζωή.
Η Ελληνίδα γιαγιά καθισμένη στο πλακόστρωτο της αυλής, παρέα με τις υπόλοιπες συντοπίτισσες, κάτω από τον ίσκιο μιας γερασμένης μουριάς είναι μία από τις πιο γραφικές και γαλήνιες εικόνες που αντίκρισα. Το χαμόγελό τους, η αγάπη τους για την απλότητα στη ζωή σε συνδυασμό με την προθυμία τους να σε μυήσουν στον μυστικό κόσμο του νησιού με έκανε να συνειδητοποιήσω πως τις περισσότερες φορές οι σπουδαιότεροι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα λιγότερα δυνατά μέσα συνεχίζουν να μεγαλουργούν και να σκορπούν ευτυχία.