Ημερολόγιο Καλοκαιριού (Μέρος 4ο)

Γράφει ο Nickolas M.
Αφήγημα “Ημερολόγιο Καλοκαιριού”
Λιβάδι Κυθήρων, 05 Ιουλίου
Απολαμβάνω την πρωινή δροσιά στο μπαλκόνι. Καφές και θέα στη θάλασσα είναι το καλύτερο ξύπνημα. Η μικρή καλοκοιμάται ακόμα, μισόγυμνη στο κρεβάτι. Γελάω ακόμα που θυμάμαι την έφοδο της στον καταπέλτη του καραβιού την ώρα που έφευγε. Είχε πλάκα να βλέπεις ενάμιση μέτρο άνθρωπο με ένα σακίδιο στην πλάτη, δυο φορές το μέγεθος της, να τρέχει, να προλαβαίνει στο τσακ την αναχώρηση, να ανεβαίνει σφαίρα τα σκαλιά και να ορμάει στην αγκαλιά μου ρίχνοντας με κάτω! Θέατρο γίναμε αλλά χαλάλι.
– Στο είπα ότι ΕΓΩ θα σε ξεναγήσω στο νησί, δε στο είπα; Τί πας να μου φύγεις μόνος σου;
– Για το Λαφονήσι έλεγες! Εγώ ο.. γέρουλας ήθελα το Τσιρίγο.
– Έστω. Θα με φας στη μάπα και σε αυτό.
Όντως πολύ ήσυχο νησί, αλλά εγώ αυτό χρειαζόμουνα. Αν εξαιρέσεις το Φιατάκι που μας άφησε ένα βράδυ στη μέση του πουθενά κι είπαμε θα μας φάνε οι λύκοι, πέρασαν γρήγορα και όμορφα οι μέρες. Τώρα βέβαια η μικρή έχει σχέδια κι εγώ σκέφτομαι το μετά. Ένα μετά που δεν την περιλαμβάνει..
– Τί έγινε, ρεμβάζουμε;
Στρογγυλοκάθεται στα πόδια μου και μου σκάει ένα φιλί. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το βλέμμα γεμάτο σπιρτάδα και τα λιονταρίσια μαλλιά τα χρειαζόμουνα.
– Ναι, ναι, ξέρω, ευτυχώς που έχω κι αυτή την αφάνα και μου προσθέτει άλλους 5-6 πόντους, το καταλάβαμε, με θεωρείς ζουμπάδι! Για λέγε τώρα, να πάρω ένα τηλέφωνο Μήλο; Μας περιμένει η ξαδέρφη μου από βδομάδα. Τί λες;
– Ρε μικρή (πώς της το λες τώρα)…
– Μικρό είναι το μάτι σου, πάμε παρακάτω.
– Κοίτα, δε λέω, ήταν τέλεια, πραγματικά τέλεια, αλλά…Δεν ξέρω, νομίζω ότι ίσως πρέπει να γυρίσω Αθήνα.
– Θες να κατέβεις Αύγουστο;
– Μικρή…
– Άντε πάλι.
– Τί θες μωρέ, τώρα τέλειωσες Λύκειο! Τέσπα, Ελενίτσα, δε θέλω να λέω ψέματα, είναι όμορφα μαζί, αλλά είμαι σε περίεργη φάση. Περνάω ένα λούκι μυστήριο και δε θέλω να την πληρώσεις εσύ.
– Εγώ δεν βλέπω κανένα λούκι. Πικρία βλέπω και πληγωμένο εγωισμό, ναι ΟΚ τα γνωστά, πάμε παρακάτω.
– Ναι, αυτό το παρακάτω που λες αυτή τη στιγμή για μένα είναι βουνό.
– Ιδέα σου, σιγά μη τα βάψεις μαύρα από τώρα, η ζωή συνεχίζεται.
– Θα με βρίσεις, αλλά θα μεγαλώσεις και θα καταλ…
– Ε φάει κι αυτή, φάε και την άλλη (ευτυχώς με το μαξιλάρι, έχει βαρύ χέρι το μικρό!). Ρε, εσύ είσαι αυτός που πρέπει να καταλάβει. Θα πενθείς όλο το καλοκαίρι για μια μαλ…
– Εεεππ!
– Καλά, ανακαλώ. Κοίτα, καταλαβαίνω, είναι δύσκολο να το χωνέψεις, ΟΚ, αλλά μη του δώσεις παραπάνω χρόνο από όσο του αξίζει. Κι εμείς, εδώ είμαστε.
Κοίτα να δεις που θα μας βάλει τα γυαλιά το πιτσιρίκι. Και πόσος χρόνος αξίζει σε ο,τιδήποτε τελικά; Σε ανθρώπους, σε αντικείμενα, σε καταστάσεις. Το σκέφτομαι όσο μαζεύουμε τα πράγματα, έχουμε κι ένα καράβι να προλάβουμε. Η μικρή δε μιλάει, ίσως με βρίζει από μέσα της, αλλά δε θα βουλιάξει μαζί μου σε καμία περίπτωση.
Την αφήνω σπίτι και φεύγω αμέσως. Δε με σηκώνει ο τόπος. Έξω από την Τρίπολη χτυπάει το τηλέφωνο.
– Έλα πατέρα.
– Έρχεσαι; Να βάλω να ψήσω κάτι;
– Δεν ξέρω, θα δω.
Κλείνω και στέκομαι αναποφάσιστος. Ή πιάνω εθνική κι ανεβαίνω Αθήνα ή πάω Πάτρα να πάρω καράβι. Κερδίζει το δεύτερο…
Related

Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε..