Αν πω ότι δεν σε αγαπώ, θα με μισήσω εγώ η ίδια.

Γράφει η Χριστίνα Παλλακίδου
Στεκόμουν διπλωμένη στα δυο, με τους λυγμούς να φτερουγίζουν στο στήθος μου. Δεν το ήθελα… δεν έπρεπε… Δεν ήθελα να σ’ αγαπήσω…
Η φωνή μου ίσα που ακουγόταν πια. `Ήθελα ν’ απλώσω το χέρι μου, να σου χαϊδέψω τα μαλλιά, αλλά απλώς μονολογούσα μέσα στα αναφιλητά μου. Όχι, δεν ήθελα να δεθώ μαζί σου.
Πώς μπορώ να ζήσω ένα τέλος; Μόνο ο θάνατος σημαίνει τέλος. `Ήμουν έτοιμη να βουτήξω την πένα μου στην πίκρα, στο πείσμα, στην αηδία, στο κακό κι όχι πια στον έρωτα, βαθύ και ανερμήνευτο. Και όμως! Πώς μπορώ να σκίσω σάρκες και ψυχή για να φύγω; Ξέρω πως κι εσύ φοβάσαι αυτήν την απουσία. Φοβάσαι και συ την ίδια μοναξιά που έρχεται και να μα; κυριεύει. Εσύ, ώριμος, γεμάτος πληγές και με τη ζωή σου εγκλωβισμένη αλλού, εγώ μικρή, απεριόριστα ελεύθερη. Πώς μπορώ να πω ψέματα στον εαυτό μου;
Πώς μπορώ να προδώσω όσα αισθάνομαι για σένα;
Ξαφνικά ένιωσα τόση τρυφερότητα όπως κάθε φορά που σ’ αντικρίζω! Το στόμα μου έγινε ατέλειωτο χάδι σ’ όλο σου το κορμί. Δεν μπορείς να κρύψεις την θλίψη σου πίσω από μισά χαμόγελα, όσες κι αν έκανες προσπάθειες. Δεν μπορείς να μου κρυφτείς, όσο κι αν πασχίζεις ν’ ανασύρεις από το λεξιλόγιο λέξεις αισιοδοξίας. Στεκόμουν ακουμπισμένη στο παράθυρο για μια ακόμη φορά με το χέρι μου στο τζάμι βυθισμένη στις σκέψεις μου. Το φεγγάρι, γιατί σου μοιάζει τόσο πολύ, ολόφωτο, είχε γείρει στην άκρη του ορίζοντα και το φως του χανόταν.
Νυχτώνει μα δε φεύγω. Δε φεύγω μ’ ακούς; Γιατί τώρα είναι που σ’ αγαπώ! Τώρα είναι που θέλω να μείνω για πάντα.
Και κρατώ από σένα τα πάντα, ξέροντας πως όπου και να ψάχνω δε θα βρίσκω το πρόσωπό σου.
Και σε λατρεύω και λέω πως έχω κάθε δυνατότητα αντί να φύγω εγώ, να σε πάρω από εδώ και να ζήσουμε για πάντα μαζί.
Και σ’ αγαπώ, μ’ ακούς, και σε θέλω. Τώρα σε θέλω και αύριο θα σε θέλω και θα σε θέλω για πάντα, γιατί εσύ δεν είχες ούτε μια τόσο δα πληγή για μένα, γιατί ήσουν μόνο χάδι και γιατί ήσουν έρωτας. Και τώρα θέλω να με πάρεις, να μπεις μέσα μου και να σε κρατήσω εκεί ως πηγή ζωής Να μη σε βλέπει ο ήλιος και να μην ακούς φωνές ανθρώπων, παρά μονάχα να είσαι εδώ και να με πεθαίνεις για να μπορώ ν’ ανασταίνομαι και να μπορώ έτσι να σε χαίρομαι ξανά και ξανά. Γιατί αν πω ότι δε σ’ αγαπώ ψέμα θα με μισήσει η ίδια μου η καρδιά!