Πέρασε ο καιρός μακριά σου και κάθε λεπτό μέτρησε αντίστροφα για το τέλος μας.
H αρχή του τέλους γράφτηκε.
Έχω τόσες μέρες να σε δω, ήρθε το τέλος; Έτσι απλά;
Υπάρχουν φορές που το τέλος έρχεται σαν την καλοκαιρινή μπόρα μέσα στην ησυχία, χωρίς να μπορείς να πάρεις ανάσα.
Ξαφνικά σκάει η αστραπή στον μαυρισμένο ουρανό και δε προλαβαίνεις να το συνειδητοποιήσεις. Το βλέμμα σου όλο απορία πως, γιατί τώρα, από πού!
Και η επιθυμία για ένα άλλο τέλος πιο κινηματογραφικό, να καίει σαν τον καυτό αέρα!
Και οι σκέψεις, αχ!
Η πένα του μυαλού να γράφει υποθέσεις ανελλιπώς και τότε απλά χάνεσαι, εξαφανίζεσαι.
Θυμηθείτε τους ακροβάτες στο τσίρκο που προσπαθούν να ισορροπήσουν πάνω στο σχοινί.
Έτσι και το σχοινί της ψυχής μας, στη μέση η καρδιά και στις άκρες ο έρωτας, η απογοήτευση, ο πόνος, η λογική και το πάθος.
Εγώ να τραβάω από τη μια πλευρά και συ από την άλλη, εσύ θες να ισορροπήσεις τα δικά σου συναισθήματα.
Εγώ τραβάω προς την άλλη μεριά για να μην χαθεί η ισορροπία, όμως η καρδιά δεν άντεξε, ο ακροβάτης έπεσε και η καρδιά διαλύθηκε σαν σε κομμάτια του puzzle.
Ένα λάθος βήμα και βουτιά σε ένα συνονθύλευμα από αναμνήσεις, παθιασμένα φιλιά, ατέλειωτες αγκαλιές, δυνατά χτυποκάρδια όλα κομμάτια του puzzle της ιστορίας μας.
Ίσως τελικά να έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε τα γιατί και πως και μετά να γράψει η πένα the end, να μείνει η ανάμνηση μια όμορφης ιστορίας και όχι ένα τέλος χωρίς εξηγήσεις;
Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, αρκεί να έχεις αποδεχτεί ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο εκεί για εσένα.
Nα μην πιέζεις περισσότερο μία κατάσταση που δεν πάει παρακάτω, έτσι δεν δείχνεις σεβασμό στα ίδια σου τα συναισθήματα, σε όλα αυτά που κάποια στιγμή ένιωσες.
Χαθήκαμε λοιπόν, κόψαμε το σχοινί και εγώ πέθανα ήσυχα από το βέλος της απουσίας σου.
Δεν επικοινώνησα ξανά, με κατάπιε η καθημερινότητα και εγώ τη χώνεψα αβίαστα χωρίς σόδα.
Αναρωτήθηκες αν τελικά πάλευα με τον εγωισμό μου καθημερινά, πρωί – βράδυ για να μην σε ψάχνω, να μην μου λείπεις;
Προχτές δεν άντεξα, κάτι σαν πυροτέχνημα έσκασε μέσα μου και το gps της ψυχής μου έγραφε προορισμό τη διεύθυνση του σπιτιού σου.
Κάθε βήμα πιο κοντά στην εικόνα σου όταν θα με αντίκριζες μετά από καιρό αποφασισμένη πια να πούμα τα πάντα.
Δέχτηκα επίθεση στη διαδρομή όμως…
Ήταν η καρδιά μου που πήγανε σα τρελή και τα πόδια μου που ήταν κομμένα, ίδρωσα και δεν έφταιγε η ζέστη ήταν εκείνο το οικείο συναίσθημα της διαδρομής προς το σπίτι σου που με έλιωνε σιγά σιγά, ήταν τα γράμματα στην οδό που δυσκολευόμουν να διαβάσω Κασσάνδρου έγραφε η αρχή του τέλους, γιατί αυτή τη φορά ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που την διένυα με τελικό προορισμό την αγκαλιά σου.
Έφτασα, με το χέρι μου δεμένο με τις αλυσίδες της απογοήτευσης, πάτησα το κουδούνι, άνοιξες την πόρτα και χωρίς καμία έκπληξη στο βλέμμα σου, με πέρασες μέσα στο σπίτι.
Ήξερες, το αισθάνθηκες ότι σήμερα θα ερχόμουν να σε βρω.
Τα είπαμε όλα, αγκαλιά στο καναπέ, δε σε άφησα και δε με άφησες στιγμή.
Σε κρατούσα σφιχτά και συ με έτριβες πάνω σου.
Στράγγιζες όλες τις μυρωδιές του κορμιού μου. Μου είπες τι σε πείραζε, τι έβρισκες αστείο πάνω μου και για πρώτη φορά παραδέχτηκες ότι ήμασταν μαζί, γιατί ποτέ δεν είχαμε βάλει ταμπέλα.
Σου είπα τα πάντα!
Τι με γοήτευσε, γιατί εξαφανίστηκα, τι ένιωσα για σένα.. δεν άφησα τίποτα να πάει χαμένο!
Ούτε ένα λεπτό! Αλλά φοβήθηκα μήπως δεν προλάβω να ρωτήσω το σημαντικότερο.
«Τι θα κάνω όταν θα μου λείπεις;» (ενώ τα δάκρυα πια ξεκίνησαν να συμμετέχουν) και μου απάντησες φιλώντας με στο μέτωπο «χαβαλέ μωρό μου, να μας σκέφτεσαι και να κάνεις πλάκα».
Αυτό το τέλος ήθελα για μας, κινηματογραφικό γεμάτο εξηγήσεις και δράμα και συ απλά διάβασες τη σκέψη μου.