Γράφει η Μαρία Αρφαρά
“Πού πας;” φώναξε η αγάπη στον θυμό, καθώς απομακρυνόταν από κοντά της με βήμα γοργό.
Εκείνος κοντοστάθηκε, γύρισε και την κοίταξε με βλέμμα που ξεχείλιζε μίσος. Έπειτα συνέχισε να προχωρά, μέχρις ότου χάθηκε από το οπτικό της πεδίο.
Η αγάπη γονάτισε καταμεσής του δρόμου και έκλαψε γοερά.
“Γιατί; Γιατί;” μονολογούσε, χωρίς να μπορέσει να πιστέψει αυτή την κατάληξη.
“Τόσα όνειρα… Αξίζει να τα διαλύσουμε για μια ασήμαντη αφορμή;” αναρωτήθηκε.
“Εσύ φταις!” φώναξε επικριτικά στην υπομονή, που βρισκόταν να την κοιτάζει ατάραχη.
“Εγώ γιατί; Αυτός είναι αθώος;” είπε ειρωνικά, τείνοντας το δάχτυλό της στον εγωισμό που στεκόταν απέναντί τους.
“Εγώ ενδιαφέρομαι μόνο για το καλό μου,” απάντησε εκείνος με υπεροπτικό ύφος και κόρδωσε το κορμί του.
“Ποιο είναι το καλό σου; Να πληγώνεις ανθρώπους που σου έδειξαν αφοσίωση, πίστη και σεβασμό;” φώναξε η αγάπη αγανακτισμένη.
Αμέσως μετά, έφυγε αφήνοντάς τους βωβούς, μην μπορώντας να κατανοήσουν τη στάση της.
Πώς, άλλωστε, να την κατανοήσουν;
Η αγάπη υπομένει, επιμένει, στέκεται εκεί αγέρωχη να προσφέρει, χωρίς να περιμένει να λάβει. Η αγάπη δεν γνωρίζει τι σημαίνει εγωισμός, έχει άπλετη υπομονή και δεν το βάζει στα πόδια για ασήμαντες αφορμές.
Αφορμές ψάχνουν να βρουν όσοι δεν αγάπησαν πραγματικά, για να το σκάσουν με την πρώτη ευκαιρία, παριστάνοντας μάλιστα το θύμα. Διότι ελάχιστοι έχουν το σθένος να κοιτάξουν κατάματα τον άλλον, να του πουν πώς ακριβώς αισθάνονται και να πάρουν την ευθύνη για τη διάλυση της σχέσης.
“Η ειλικρίνεια είναι σπάνια στις μέρες μας,” μονολόγησε η αγάπη, χαμένη στις σκέψεις της, σκουπίζοντας τα δάκρυά της και δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό της πως θα είναι πιο προσεκτική στο μέλλον.