Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Χαοτική και η αποψινή βραδιά. Τόσο μόνη και τόσο απελπισμένη. Οι άνθρωποι δεν έρχονται για να μείνουν, έρχονται και φεύγουν. Καταλήγεις να γίνεσαι κέντρο διερχομένων για τα θέλω τους, την καλοπέραση τους και μετά, τα είπαμε, γεια σας. Καταλήγεις να μένεις στο απόλυτο σκοτάδι, να μετράς σε τοίχους σκιές, να γράφεις ονόματα σε χαρτάκια που δεν υπάρχουν πια και μετά να τα καις.
Περπατάω στο δρόμο και χαιρετάω γνωστούς, γνώριμους ανθρώπους και αυτοί κάνουν πως δεν με βλέπουν. Έγινα ανάμνηση. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και πιάνω κουβέντα σε αγνώστους. Με κοιτάνε με απορία και μετά φεύγουν. Και πάλι μένω μόνη στο παγκάκι, να μετράω στον ορίζοντα τα πουλιά και τα σύννεφα, μήπως κάπου σε δω. Μα μάλλον τρελάθηκα. Και παριστάνω μια τρελή που δεν υπάρχει, μια σκιά που δεν μιλάει. Είμαι λίγο χαμένη. Πάνε οι άνθρωποι, πάει η επικοινωνία.
Όλοι έρχονται για να φύγουν. Μετράνε αντίστροφα, για να σταματήσουν να σε ακούν και να σε βλέπουν. Να το θυμάσαι. Μετράνε αντίστροφα για να εξαφανιστούν, για να σε κάνουν πέρα λες και δεν έχεις αξία, λες και είσαι σκιά.
Και εγώ σε άφησα.. σε άφησα να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις. Και όλοι λένε πως έγινα τρελή, πως το μυαλό μου σάλεψε, γιατί μιλάω σε ξένους. Όμως δεν τρελάθηκα καθόλου. Απλά, όπου μένω δεν φεύγω, μένω εκεί. Σε αντίθεση με σένα που έφυγες. Γιατί οι άνθρωποι τελικά δεν έρχονται για να μείνουν και εσύ ήρθες για να φύγεις..