Δεν αρκούν τα σώματα να είναι παρόντα για να κρατήσεις μια σχέση μάτια μου!
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Είναι χειμώνας, κι έχω επιστρέψει εκεί όπου άρχισαν όλα. Κάθομαι στην καφετέρια και το τηλέφωνο χτυπάει, μου λες “έλα έξω, θέλω να σε δω”. Κλείνω τα μάτια κι αρχίζω να σκέφτομαι. Την αρχή μας! Πως με κυνήγησες, πως με διεκδίκησες, πως εν τέλει με έριξες με φόρα μέσα στην αγκαλιά σου. Την συνέχεια μας! Πως οι επαφές μας άρχισαν να αραιώνουν, πως η ιστορία μας μπήκε στην αναμονή, πως βρήκες κοπέλα και πως ήσουν τόσο διατεθειμένος καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι να την αφήσεις.
Όλες μας οι στιγμές! Μικρές, μεγάλες, σημαντικές και τόσο ασήμαντες πέρασαν από μπροστά μου. Οι φορές που έκλαψα για σένα με αναφιλητά ψάχνοντας μια διέξοδο από όλο αυτό το αδιέξοδο που μπλέξαμε. Οι φορές που χαμογελούσα σαν μικρό παιδί όταν με μια σου απλή κίνηση ένιωθα πως μου χάριζες το σύμπαν ολόκληρο κι ας ήξερα πως δεν θα κρατήσει παραπάνω από μία στιγμή. Οι στιγμές που η καρδιά μου έσπαγε μέσα στο στήθος μου όταν ήξερα ότι θα πας να την δεις.
Αχ αυτές οι στιγμές. Ειδικά αυτές οι τελευταίες. Οι ύπουλες. Ύπουλες, γιατί ποτέ δεν ήμουν σίγουρη ότι θα πήγαινες σε εκείνη, πάντα ήμουν με την υποψία, πάντα με έτρωγε η περιέργεια και η ζήλεια μου. Και αναρωτιόμουν, γιατί εκείνη και όχι εμένα. Γιατί με εκείνη και όχι με εμένα. Απάντηση φυσικά δεν έπαιρνα, καθώς η ερώτηση μόνο μέσα στο μυαλό μου γινόταν. Και φούντωνα από τη ζήλεια μου και έκλαιγα, και θύμωνα με τον εαυτό μου και ένιωθα ενοχές. Πολλές ενοχές. Για εκείνη την κοπέλα που σε τίποτα δεν έφταιξε. Για εκείνη την κοπέλα που σε αγαπάει όσο σε αγαπάω. Για εκείνη την κοπέλα που υπήρξε μετά την ιστορία μας στη ζωή σου, χωρίς να ξέρει που πάει να μπλέξει. Ούτε εμείς καλά καλά δεν ξέραμε που μπλέξαμε.
Ενοχές γιατί, τι μου φταίει αυτή η καρδιά να την ποδοπατήσω;
Και έπειτα το ξανασκέφτηκα! Η δική μου καρδιά τι μου φταίει να την κάνω συνεχώς ρημαδιό; Εγώ; Που είμαι εγώ σε όλο αυτό; Ναι κρίμα το κοριτσάκι, αλλά κρίμα κι εγώ. Κι εγώ φίλε μου δεν έχω μάθει να με λυπούνται.
Θέλεις να παίξεις! Με γεια σου με χαρά σου. Ποιά είμαι εγώ άλλωστε που θα σε εμποδίσει; Όμως ξέρεις κάτι; Παίξει μακριά μου! Πολύ μακριά μου. Δεν έχω την όρεξή σου. Δεν με ενδιαφέρει να παίξω και προ παντός δεν με ενδιαφέρει να κομματιάζω και να ποδοπατάω καρδιές. Αν έτσι έχεις μάθει εσύ εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν χρειάζεται να ζήσω εγώ με αυτό. Μην ξεχνάς σε αυτή την ιστορία είμαστε τρία άτομα. Εσύ, εγώ και αυτό το κοριτσάκι. Αυτό το κοριτσάκι που δεν έχει ιδέα. Μάζεψε λοιπόν ότι τσίπα σου έχει απομείνει και ότι κουράγιο μπορεί να έχεις κοίτα την στα μάτια και πες της μία αλήθεια. Μία. Μετά από τόσα ψέματα νομίζω το δικαιούται. Όσο για μένα; Έννοια σου και την ξέρω την αλήθεια σου. Την χόρτασα μέσα από τα τόσα ψέματά σου.
Άνοιξα πάλι τα μάτια. Βρισκόμουν στην καφετέρια με το κινητό στο αφτί και εσένα στην γραμμή να μου φωνάζεις αν σε ακούω και αν θα βγω επιτέλους έξω. Και για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό ήξερα! Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Κάθε φορά ταλαντευόμουν ανάμεσα στις επιλογές μου. Να βγω και να πληγώσω άθελα μου για ακόμα μία φορά μια καρδιά ή να μην βγω και να πληγώσω τον εαυτό μου ρισκάροντας να σε χάσω για πάντα;
Οι επιλογές μου ήταν ξεκάθαρες πλέον και η απάντησή μου ήρθε ορθή κοφτή να σε συνταράξει επιτέλους. Έτσι όπως έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό!
” Όχι αγάπη μου. Όχι δεν θα βγω. Συνέχισε το δρόμο σου. Πήγαινε όπου αλλού θέλεις. Εγώ σήμερα δεν θα βγω. Ούτε σήμερα, ούτε κανένα άλλο σήμερα. Ίσως, αν κάποτε αποφασίσεις τι θες να με δεις, αλλά αυτό σίγουρα δεν είναι σήμερα!”. Έκλεισα το τηλέφωνο, και κάθισα κοιτώντας το κενό. Άκουσα την πόρτα του αυτοκινήτου να χτυπάει δυνατά, τη μηχανή να παίρνει μπρος και σπινιάροντας να φεύγει μακριά. Αυτό ήταν!
Όλα πήραν τον δρόμο τους.
Εσύ τον δικό σου.
Εγώ τον δικό μου.
Ήλπιζα κάποτε πως αυτοί οι δύο θα γίνονταν ένα. Μα τώρα ξέρω. Ξέρω πως αυτό ποτέ δεν θα γινόταν. Όχι όσο το σώμα σου ήταν αλλού και το μυαλό σου εδώ μαζί μου.
Αυτό ήταν μωρό μου, όσο κράτησε κράτησε, άλλωστε τίποτα δεν κρατάει για πάντα, πόσο μάλλον εμείς που ήμασταν εξαρχής καταδικασμένοι!