Γράφει η Νεφέλη
Σε βλέπω από μακριά να έρχεσαι με βήμα αργό και βαρύ. Κουρασμένο θα έλεγα και σκέφτομαι που πήγε εκείνη η περπατησιά που είχες κάποτε. Καθώς πλησιάζεις και σε διακρίνω καλύτερα παρατηρώ ότι εξακολουθείς να παραμένεις όμορφος όπως τότε που σε πρωτογνώρισα.
Ένα τσίμπημα νιώθω στην καρδιά. Αναστενάζω και αμήχανα ισιώνω την μπλούζα μου και αγγίζω τα μαλλιά μου.
Όσο πλησιάζεις, τόσο η αμηχανία μου μεγαλώνει.
Τα βλέμματα μας συναντιούνται. Κοιταζόμαστε σε βάθος και ένα χαμόγελο σκάει στα χείλη και των δυο μας. Νιώθω πως η φωνή μου δεν θα ακουστεί όταν θα σου μιλήσω. Μου κόβεται η ανάσα. Ήρθες και στάθηκες μπροστά μου. Πόσους μήνες είχα να σε δω!
Είσαι εσύ. Η αγάπη μου, ο έρωτας μου, η καψούρα μου, ο ένας και μοναδικός της καρδιάς μου.
Όλα μπερδεύονται μέσα μου και χοροπηδούν στο μυαλό μου. Προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις και να κρύψω την ταραχή.
Μου χαϊδεύεις τον ώμο όπως παλιά. Εγώ έμεινα ακίνητη να σου χαμογελώ. Κάθεσαι δίπλα μου. Πρώτος σπας εσύ τη σιωπή.
Είπαμε πολλά. Θυμηθήκαμε άλλα τόσα. Ξαναζωντανέψαμε και μνημονέψαμε τη σχέση μας. Χαμογελάσαμε, γελάσαμε και δακρύσαμε. Ζήσαμε πολλά εσύ κι εγώ μωρό μου. Δεν σβήνονται, ούτε και διαγράφονται. Μαζί μας θα τα κουβαλάμε για όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Για το τέλος αφήσαμε ότι μας πόνεσε πολύ. Σφίξανε οι καρδιές, σκοτείνιασαν τα βλέμματα, γίνανε άκαμπτα τα σώματα. Σιωπή και από τους δύο. Σαν να πενθούσαμε αυτό που κάποτε, είχαμε.
Γέμισες τα ποτήρια με το αγαπημένο μας κόκκινο κρασί. Κόκκινο σαν το πάθος που μας ένωνε. Μου κράτησες το χέρι. Σε κοίταξα με μάτια βουρκωμένα. Ένιωθα πως όλα όσα είχαμε αφήσει ανοιχτά και μας έτρωγαν τη ψυχή, τώρα πια όδευαν προς το κλείσιμο τους. Ο κύκλος μας έπαιρνε την κανονική του μορφή, αποκτούσε το σχήμα του και δεν ήταν αλλόκοτος όπως πριν.
Είμαστε δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ. Δεν άξιζε στην αγάπη μας το μελανό χρώμα. Μου ζήτησες συγνώμη. Σε συγχώρεσα για τον πόνο που κάποτε με κέρασες, πίνοντας μια γενναία γουλιά κόκκινου κρασιού.
Ο χρόνος μας τελείωνε. Έσκυψα και σε φίλησα. Κράτησα τη μυρωδιά και τη γεύση σου. Έτσι ήθελα.
Προτίμησα να φύγεις πρώτος. Καθώς απομακρυνόσουν σε είδα να περπατάς πιο ανάλαφρος. Είχες και πάλι το γνωστό βάδισμα.
Ένιωσα μέσα μου μια γαλήνη. Τελικά κλείσαμε τους λογαριασμούς μας πίνοντας ένα τελευταίο κρασί γιατί έτσι μας άξιζε! «Δεν θα σε ξεχάσω πότε», ψιθυρίζω μέσα μου. Ήταν Μάης μήνας και μέρα Τρίτη!