Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Τους ανθρώπους λένε θα τους μετράς στο τέλος.
Μην κοιτάς πώς μπαίνουν στην ζωή σου. Μπορεί η είσοδος ή ο τρόπος εισόδου να μην ήταν επιλογή τους. Η έξοδος όμως, είναι πάντα επιλογή.
Μπαίνοντας δεν σε ξέρουν. Φαντάζονται για εσένα πράγματα. Έχουν μια εικόνα και εκεί νομίζουν πως μπαίνουν. Άλλοτε για καλό, άλλοτε για κακό, άλλοτε για να εκμεταλλευτούν ή και να πάρουν κομμάτια σου. Κι εκεί που τελικά θα μπουν μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την εικόνα που είχαν. Εσύ, μπορεί να είσαι λιγότερο καθίκι, η ζωή σου μπορεί να είναι περισσότερο περίπλοκη ή μπορεί να είσαι κι ο διάβολος με το πιο γλυκό χαμόγελο. Αυτός που μπαίνει δεν ξέρει.
Μαθαίνει με τον καιρό. Διαπιστώνει πως η λάμψη είναι συχνά επίπλαστη, πως τα χαμόγελα μπορούν να προσποιηθούν μια ευτυχία, πως η εικόνα μπορεί να είναι εξαιρετικά απατηλή!
Μαθαίνει με τον καιρό. Πατάει πάνω στα σημάδια σου, άλλοτε με σεβασμό κι άλλοτε με αναίδεια.
Μαθαίνει με τον καιρό το παρελθόν σου, διαπιστώνει ποσό μεγάλες μπούρδες ήταν όλα όσα νόμιζε πως ήξερε και τότε η εικόνα καθαρίζει.
Κι έρχεται και η στιγμή να φύγει.
Δεν του το ζήτησες, δεν το απαίτησες, δεν το θέλησες καν. Απλά ρε παιδί μου δεν χωράς στο κουτάκι του.
Δεν μπορεί να σε βολέψει στη ζωή του, περισσεύεις στην εξίσωση από τα δεδομένα του.
Κι εσύ κάθεσαι θεατής και παρατηρείς τον τρόπο που φεύγει. Παρατηρείς ήρεμα και χωρίς πολλά πολλά γιατί είναι η στιγμή που θα κλείσεις το λογαριασμό.
Είναι πώς το λέμε; Η ώρα του ταμείου.
Ξέρεις κάτι όμως, φίλε;
Ο λογαριασμός αυτός θα κλείσει χωρίς ταμείο. Η σιωπή τα είπε όλα και ο λογαριασμός εξοφλήθηκε.
Ούτως ή άλλος, το παιχνίδι αυτό ήταν στημένο από την αρχή.
Στήθηκε από τη μοίρα και ξεχρεώθηκε από εκείνη που τα άφησε όλα για όλα στο τραπέζι. Από εκείνη που δεν έπαιξε, αλλά έζησε. Από εκείνη που τώρα δεν θέλει ούτε ρέστα, ούτε λόγια. Δεν της κάνουν..
Εκείνη, ήθελε μόνο εσένα. Όπως είσαι. Χωρίς μάσκες, πανοπλίες και άμυνες.
Εκείνη, ήθελε μόνο εσένα.
Εκείνη, ζήταγε μόνο εσένα. Δεν ζήταγε τίποτα από εσένα. Ζήταγε εσένα. Ολόκληρο, σημαδεμένο, χαραγμένο.
Εκείνη, ζήταγε μόνο εσένα. Κι όταν απέσυρες τον εαυτό σου από την εξίσωση, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να θέλει.
Κλείστηκε. Σφράγισε. Έσπασε. Έκλεισε.
Άλλωστε ποτέ δεν την ένοιαξε τι θα απογίνει. Της έφτανε που δεν γούσταρε να ησυχάσει. Γινόταν καθετί που εκείνος φοβόταν και ξόρκιζε τους φόβους του. Και του μάθαινε να αγαπά. Όχι τους άλλους, αυτό ήξερε να το κάνει. Τον εαυτό του.
Ήταν εκεί. Και δεν θέλησε ποτέ την βολή της. Δεν θέλησε ποτέ τα εύκολα. Θέλησε μόνο εκείνον.
Ο λογαριασμός έκλεισε. Το χρέος πληρώθηκε. Η ιστορία έγραψε.
Το ταμπελάκι έξω από την πόρτα, γράφει “κλειστον”.