Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Τι είναι αυτό τελικά που μας κάνει να τα χάνουμε;
Να ζορίζουμε τον εαυτό μας και να φτάνουμε στα άκρα;
Τι είναι αυτό που μας φοβίζει τόσο πολύ;
Ο φόβος του Αύριο.
Αυτός είναι και είναι τόσο λυπηρό να τον αφήνουμε να μας τρομοκρατεί.
Να μας καταδυναστεύει, να μας γαλουχεί.
Και χάνουμε το σήμερα απ’ τον τόσο τρόμο μας.
Χάνουμε τις στιγμές μας, τις ώρες που πρέπει να περνάμε καλά με τον εαυτό μας.
Και χάνουμε την ουσία.
Σχεδόν καλά, σχεδόν τίποτα, σχεδόν λίγα, σχεδόν πολλά, σχεδόν καθόλου.
Ένα σχεδόν πάντα να μας χωρίζει από την ψυχή μας.
Αυτήν την ρημάδα που μόνο εμείς την ταλαιπωρούμε, μόνο εμείς της κάνουμε κακό.
Και λες έχεις πολλά στο κεφάλι σου, γι’ αυτό είσαι έτσι.
Και ποιος δεν έχει μωρέ;
Υπάρχει κανένα σπίτι που να μην έχει τουλάχιστον έναν καημό;
Ποιος νομίζεις ότι είσαι τελικά;
Ο μόνος που υποφέρει;
Σε γελάσανε ή μάλλον το μυαλό σου σε γελάει.
όλοι έχουν κι από κάτι, όλοι με κάτι παιδεύονται.
Αλλά δεν χάνουν το χαμόγελο τους γαμώ το κέρατό μου.
Δεν το χάνουν γιατί δεν θέλουν να βρίσκονται στην άκρη του γκρεμού.
Εκεί που είσαι εσύ καθημερινά, εκεί που σπρώχνεις τα βήματά σου, εκεί που εξωθείς τον εαυτό σου.
Και θα γίνω λίγο σκληρή τώρα, γιατί τα έχω πάρει.
Ποιος νομίζεις ότι είσαι τελικά;
Το επίκεντρο του κόσμου όλου;
Έχασες το χαμόγελο, έχασες την ζωντάνια, πρόσεχε μην χάσεις και τίποτα άλλο όπως το πας.
Μήπως νομίζεις ότι εμείς είμαστε καλύτερα;
Κι όμως χαμογελάμε παρά τις αντιξοότητες.
Χαμογέλα, γιατί κουράστηκα να σε βλέπω έτσι.
Χαμογέλα και μετά θα σου χαμογελάσει και η ζωή.
Γιατί αυτήν η ρουφιάνα η ζωή θέλει χαμόγελο, θέλει τόλμη,
θέλει κότσια.
Άρπαξε την ζωή απ’ τα μαλλιά και κάν’ την να λαλήσει!