Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Σημείο τομής. Καθετί που ζήσαμε και που γεμίζει τα πλάνα, που παίζει ξανά και ξανά στην ίδια οθόνη. Στιγμές που ήρθαν για να μείνουν, που ρίζωσαν στον κήπο με τις γαρδένιες που τόσο αγάπαγες. Σου άρεσε να κοιτάς με τις ώρες τούτο τον κήπο, γαλήνευε η ψυχή σου.
Θες τα αρώματα; Θες τα χρώματα που γαργαλούσαν τις κόρες των ματιών σου; Πάει όμως καιρός από τότε. Άραγε να θυμάσαι εκείνες τις γαρδένιες που καμάρωνες μέρα με τη μέρα; Ακόμη και τα χρυσάνθεμα που δεν ήταν πάντοτε πλούσια είχαν το χάζι τους, τα πότιζες με φροντίδα και τους τραγούδαγες δικές σου συνθέσεις. Ακόμη κι εκείνα, για φαντάσου…
Θυμήθηκα την πρώτη ημέρα της αλλαγής. Τη μέρα που πήρες την απόφαση να φύγεις στα ξένα. Το βλέμμα σου ήταν θαμπό, κάπως αλλοπρόσαλλο θα έλεγε κανείς που σε ξέρει. Δεν εστίαζες κάπου, δεν κοιτούσες βαθιά μέσα στα μάτια. Μίλαγες αλλόκοτα, κοίταγες το παράθυρο σαν να ήταν η πρώτη φορά που καμάρωνες τον κήπο σου. Κι εκεί το κατάλαβα πως κάτι άλλαξε.
Κάτι άλλαξε σαν να τσίμπαγε στο μάγουλο το παιδί που έκρυβες μέσα σου, σαν να μετέφερες λόγια που δεν υπήρχαν πριν μέσα στη σκέψη σου. «Το πήρα απόφαση, θα φύγω στο εξωτερικό». Ήταν τα τελευταία σου λόγια, η κατακλείδα της συλλογιστικής σου, το τελεσίγραφο προσυπόγραφα.
«Θα αλλάξω τη ζωή μου και θα ‘ρθω να μοιραστώ μαζί σου την κάθε αλλαγή, την κάθε μου γνώση». Εκεί σε αυτή σου τη φράση, σαν να έδωσες και πάλι φωνή στον παλιό σου εαυτό, σαν να επέστρεψες από το λήθαργο που σε κρατούσε σε κόμμα.
Καταπιάστηκα κι εγώ απ’ αυτές σου τις λέξεις, μια άγκυρα μέσα στη θλίψη. Μέρα με τη μέρα χάζευα τα καράβια στο λιμάνι, ατένιζα τον ορίζοντα της πρώτης γραμμής. Κάθε που έβλεπα πλοίο με ξένες ταμπέλες, κοίταγα τον κόσμο, πότε πρωί, πότε μεσημέρι, πότε μέσα στη νύχτα. Πέρναγε όμως το κάθε καράβι, μάζευε την πλωτή του κι έκλεινε πάλι σαν στρείδι που δεν μπορείς να κοιτάξεις το μέσα.
Έτσι, λίγο πολύ οι λέξεις σου έσβησαν, ξεθώριασαν και μαράθηκε κάθε πέταλο με τα χρόνια. Ένα ρεφρέν που θυμόσουν λέξεις άνευ περιεχομένου. Ο κήπος δεν άντεχε άλλο. Δε μπορούσες να διακρίνεις τα αγριόχορτα από τα άνθη. Κάποιες γαρδένιες μαράθηκαν, κάποιες άλλες περικυκλώθηκαν από άγριες, καταπράσινες φυλλωσιές. Από τότε έχω ξεχάσει το πώς ήταν.
Η αίσθηση του να ανήκεις σε κάποιον, του να εξαρτάσαι από λόγια που φουσκώνουν τα πανιά σου με ελπίδες. Ελπίδες για τι; Για έναν έρωτα εφηβικό που δεν πρόλαβε να ανθίσει, μια σκέψη που πνίγηκε πριν καταφέρει να πάρει την πρώτη ανάσα…