Γράφει η Ελένη Σάββα
Εκείνη τη νύχτα ξύπνησε αναστατωμένη. Δεν θυμόταν να είχε δει κάποιο περίεργο όνειρο, ούτε να είχε αρνητικά συναισθήματα πριν κλείσει τα μάτια της να ξεκουραστεί. Κι όμως, ήταν αναστατωμένη. Την έλουζε κρύος ιδρώτας, κι ένιωθε περίεργα. Ευτυχώς είχε αφήσει ανοικτό εκείνο το μικρό φωτάκι, που άφηνε πάντα.
Έξω απόλυτη ησυχία, ήταν ξημερώματα άλλωστε. Πήρε το κινητό της, ξεχάστηκε λίγο, κι ύστερα προσπάθησε πάλι να κοιμηθεί. Ήταν ανήσυχη, όλο το βράδυ. Μάτι δεν έκλεισε. Κι ας είχε περάσει μια κουραστική μέρα, κι ας είχε μπροστά της μια ακόμα δύσκολη γεμάτη Τρίτη.
Μονάχα το πρωί, όταν ξύπνησε από τις λίγες ώρες ύπνου, κατάλαβε γιατί ήταν τόσο δύσκολο να ηρεμήσει. Κοιτάζοντας γύρω της, δεν έβρισκε τίποτα να την ευχαριστεί. Όλα ήταν τα ίδια, όλα ήταν σχεδόν άχρωμα.
Ήταν εκείνη τη στιγμή που το πήρε απόφαση. Το πήρε απόφαση πως θα φροντίζει πιο πολύ τον εαυτό της κι αυτά που είναι γύρω της. Κάπως έτσι εκείνο το πρωί άργησε να φύγει απ’ το σπίτι, γιατί είχε να ποτίσει τα λουλούδια, και να πιει τον καφέ της.
Κάπως έτσι από εκείνη τη μέρα, κοιμόταν κάθε νύχτα λίγο πιο ήρεμα. Τα λεπτά της τα μετρούσε με αγάπη, κι ας μην της έφταναν πάντα για να κάνει αυτά που ήθελε.
Ξαφνικά σε όλα είχε προστεθεί χρώμα. Ακόμα και στα μάτια της! Με λίγη μόνο προσπάθεια.