Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Είχαν περάσει μόλις μερικοί μήνες χρονικά. Όμως ώρες ατέλειωτες, αν αλλάξεις το ζύγι. Στιγμές νοσταλγίας και θυμίσεων, στιγμές θυμού. Ώρες αργές και βαριές .Ματιές κατακόκκινες από το κλάμα και την ένταση από ξεσπάσματα της λύπης.
Κραυγές οργής, κραυγές που φώναζαν το όνομα του, μπας και την ακούσει μπας και νιώσει έστω ένα καρφίτσωμα στο δέρμα του. Ώρες πολλές στο τηλέφωνο με φίλους ώστε να την καθησυχάσουν και να τον καταδικάζουν για το αχαρακτήριστο φέρσιμο της προδοσίας του.
Γυρνούσε από τη δουλειά μεσημεράκι και κατέβηκε από το αυτοκίνητο να πάρει τα απαραίτητα για το αυριανό μαγείρεμα.
Μια ανησυχία είχε μέρες τώρα, σαν από ένστικτο, σαν από συνήθεια γιατί ούτως ή άλλως ήταν ανήσυχο πνεύμα.
Και να τος! Μπροστά της φάτσα κάρτα, την έπιασε απροετοίμαστη. Μια τυχαία συνάντηση, σαν αυτή που από καιρό μέσα της τη φανταζόταν, μα δε την φοβόταν. Αμέσως εκείνη σάστισε! Ταράχτηκε και όλα τα ζωτικά της όργανα ένιωσαν τη γνωστή αναγούλα.
Η θερμοκρασία του σώματος της πάγωσε τα άκρα της και τα δάκρυα της είχαν ήδη αρχίσει να κυλάνε όχι στα μάτια της αλλά μέσα στις φλέβες της. Τα χείλια της μούδιασαν και τα ένιωσε να τρεμοπαίζουν στο ρυθμό που τρεμόπαιζαν και οι παλμοί της που τους ένιωσε να πάλλονται δίπλα από την καρωτίδα. Τον κοίταξε κατάματα.
Αυτός με το ήρεμο του βλέμμα, αυτό που την είχε τραβήξει σε αυτόν, αυτό το βλέμμα που έγινε η αφορμή για να της τραβήξει την προσοχή, αυτό που την είχε σαγηνέψει, αυτό το βλέμμα που όπως αποδείχτηκε έκρυβε καλά την μικροψυχία του, σα να ντράπηκε, σα να ένιωσε προς στιγμήν λίγες ενοχές για την άνανδρη φυγή του, που είχε τόσο καιρό εύκολα απωθήσει δίνοντας φτηνές δικαιολογίες στον εαυτό του.
Πιθανόν να μην ένιωσε το παραμικρό από όσα εκείνη ήθελε να φαντάζετε και που να ξέρε στα αλήθεια και αυτή τι μπορεί να αισθάνθηκε αυτός, αφού ύστερα από τα τόσα ψέματα του, δεν είχε εμπιστοσύνη ούτε στο ότι είναι αυτός που βλέπει πραγματικά μπροστά της.
Πάγωσαν και οι δυο, εκείνος δεν ήξερε αν του επιτρεπόταν να της μιλήσει, εκείνη όμως πιο αυθόρμητη, χείμαρρος ως ήταν, στάθηκε εμπρός του αναγκάζοντας τον να την αντιμετωπίσει.
Και ενώ θα περίμενε κανείς άλλος όπως και αυτός να τον απαξιώσει να του μιλήσει ειρωνικά ή έστω να κρατήσει τα προσχήματα με ένα τυπικό «γεια σου τι κάνεις» έκανε το απρόβλεπτο, ότι δηλαδή ήταν η ίδια, απρόβλεπτη.
Άνοιξε τα χέρια της, άνοιξε την αγκαλιά της, και εκείνος δεν την αρνήθηκε. Τον αγκάλιασε σφιχτά και δεν τον άφησε για ένα ολόκληρο λεπτό. Τα σώματα τους κούμπωσαν , και αυτή έκλαψε διακριτικά αλλά φανερά. Δεν έκρυψε ποτέ της τίποτα, για να κρυφτεί τώρα. Κρατώντας τον από το σβέρκο, του ψιθύρισε στο αυτί «δεν ξε-ερωτεύονται μάτια μου οι άνθρωποι και δεν ξε-αγαπάνε» .
Δεν του επέτρεψε να πει τίποτα, τα είχε όλα η ίδια πει. Βγήκε από την αγκαλιά του και έφυγε όπως είχε ήδη κάνει, μήνες πριν. Εκείνη τουλάχιστον εξιλεώθηκε.