Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Ξέρω πως δεν είναι εύκολο να μιλάμε για μας. Κάθε πληγή δε προλαβαίνει να κλείσει και κάποιο αγκάθι βρίσκει ευκαιρία να ακουμπήσει δειλά τη σχισμή. Κι εκεί σε πονάει. Η αίσθηση πως κάποιο τόσο δα ξυλαράκι μπορεί να λυγίσει το σώμα σου, να σου προκαλέσει πόνο και φόβο. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπάθησες να κρύψεις τον πόνο, να δείξεις στους άλλους πως έχεις τη δύναμη να προχωρήσεις, πως είσαι καλά.
Μα να μιλήσεις για σένα; Μπορείς; Μάθαμε από παιδιά να τραγουδάμε κόντρα στον άνεμο. Να πέφτουμε πάνω στα αγκάθια των τριαντάφυλλων για να πιάσουμε μια τόσο δα πεταλούδα. Μια πεταλούδα, που δε διέφερε απ’ τις άλλες, ήταν όμως μοναδική για εμάς. Κι εκεί φωνάζαμε σαν νικητές.
Σηκώναμε το κεφάλι στον ουρανό, κρατούσαμε στο ένα χέρι το ξύλινο σκήπτρο μας και στο άλλο την πληγωμένη τρεμάμενη πεταλούδα. Δε μοιραζόμασταν τον πόνο της. Μας ενδιέφερε το μετάξι πάνω στα φτερά της. Τα χρώματα που ήταν μπλεγμένα σαν πιτσιλιές από διάφορα πινέλα βουτηγμένα σε μπογιές.
Και τώρα; Μπορούμε να μιλήσουμε για μας; Τι έκανες μέσα στη μέρα, τι σε έκανε να γελάσεις πνιχτά κάτω απ’ τα δόντια, τι σε πλήγωσε με ένα αγκάθινο λόγο. Μη νομίζεις, τα αγκάθια εκείνα των τριαντάφυλλων ακόμη μας κυνηγούν, είναι πάνω στις λέξεις που ξεστομίζουν άτομα που αγαπάς. Κι εκεί σε πονάει, ένας πόνος άηχος, βουβός, που δεν τολμάς να φωνάξεις στους άλλους. Αυτή τη φορά φοβάσαι να τρέξεις, να κυνηγήσεις την μοναδική πεταλούδα που σου πρόσφερε τότε δύναμη κι εξουσία.
Μπορώ αν θέλεις να σου μιλήσω για τον καιρό. Δες πόσο άτακτα πέφτουν οι στάλες στα πρωτοβρόχια! Πλένουν τα φύλλα και τα κάνουν να λάμπουν πίσω από τις θαμπές ακτίνες του ήλιου. Μύρισε το αγιόκλημα! Άρωμα μιας νύμφης που κατοικεί στα λουλούδια, μας έλεγαν τότε. Κάθε φορά που το άρωμά της άγγιζε τα ρουθούνια μας, με βήματα απαλά τρέχαμε στα λουλούδια, ψάχνοντας τη νεράιδα που καλλωπίζει τα άνθη. Ακόμη την ψάχνουμε κι ας πέρασαν χρόνια…
Μπορώ να σου πω και για τα τραγούδια που φωνάζαμε παράφωνα τότε. Μικροί ταραξίες που γρατζουνούσαν τα αυτιά της γειτονιάς. Οι γριές με κουβάδες γεμάτες νερό έβγαιναν στα μπαλκόνια νομίζοντας πως κάναμε σκανταλιές στην αυλή τους… Πού να ‘ξεραν!
Για μας ακόμη δεν υπάρχουν οι λέξεις. Επιταγές των καιρών. Δε γνωρίζω πώς νιώθεις. Δε γνωρίζω πώς νιώθω.
Ίσως να χρειαζόμαστε χρόνο. Κάποια στιγμή θα ακουστεί κι η φωνή μας, θα ξεχυθούν τα όνειρά μας και οι εφιάλτες μας στους δρόμους, όπως και τότε. Μην ανησυχείς, άτακτοι καιροί φέρνουν άτακτες σκέψεις.