Γράφει η Νεφέλη.
Πονάει η απουσία σου. Με πονάει πολύ. Μου σκίζει τη καρδιά στα δύο κάθε φορά που η θύμησή σου έρχεται να με τυλίξει.
Μου λείπεις και δεν ξέρω αυτή την απουσία πώς θα τη συνηθίσω.
Ο χρόνος. Αυτός ο χρόνος είναι λένε ο καλύτερος γιατρός.
Αλήθεια, υπάρχει γιατρός για τη μοναξιά;
Γιατί τώρα είμαι μόνη. Δεν σου μιλώ, δεν σε κοιτώ, δεν σε αγγίζω, δεν σε χαϊδεύω, δεν σε φιλώ.
Τα χείλη, τι να τα πω για να τα ξεγελάσω που σε αναζητούν απελπισμένα;
Χάσανε το φιλί σου, που τους έδινε ζωή. Γιατί το ξέρεις, σου το είχα πει, πως κάθε φορά που σε φιλώ νιώθω να ξαναγεννιέμαι.
Η αγκαλιά; Πώς θα γεμίσει η αγκαλιά; Ποιον άλλον θα τυλίξουνε τα δυο μου χέρια και θα νιώσω τόσο δυνατή, τόσο γεμάτη χωρίς να είσαι εσύ;
Και η αύρα; Εκείνη η μαγική αύρα που ξεχυνόταν κάθε φορά που ερχόμασταν κοντά ο ένας στον άλλον για να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε, πού τριγυρνάει τώρα;
Τα αναζητώ! Όλα τα αναζητώ μα δεν τα βρίσκω και είναι η έλλειψή τους που μου κόβει την ανάσα.
Οι νύχτες! Αχ αυτές οι νύχτες! Είναι δύσκολες, μαρτυρικές και αφόρητες. Όλα τότε έρχονται μέσα στο μυαλό. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό γεννιούνται και προβάλουν αναμνήσεις.
Όμως δύο είναι αυτές που με στοιχειώνουν κάθε μέρα.
Αυτή που σε αντίκρισα για πρώτη φορά και κατάλαβα αμέσως ότι έπρεπε να απομακρυνθώ από δίπλα σου γιατί ηλεκτρίστηκε όλο μου το κορμί και το πρώτο μας φιλί. Εκείνο το πρώτο φιλί, πίσω από την κλειστή πόρτα. Τότε που γεμάτη αγωνία και προσμονή ήρθα σε σένα.
Κλείνω τα μάτια και σταματά η αναπνοή. Δεν αντέχω την ανάμνηση. Τα έντονα συναισθήματα.
Πόσο θα ήθελα έστω για μια ακόμη φορά να νιώσω το δυο σου χείλη στα δικά μου.
Το θέλω απεγνωσμένα, αλλά μωρό μου, εσύ δεν είσαι πια εδώ.