Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
-Πώς ενώνονται , τρέμουν οι καρδιές;
-Ποιος θ’ απαντήσει;
Τίποτα, κανείς…
Άφησες πλάνα, στιχάκια και λόγους. Έφυγες ξαφνικά, χωρίς γυρισμό. Το «αντίο» λέξη μεγάλη, λέξη βαριά. Πού να πετάξει; Δεν είχε λόγο, δεν είχε αιτία να ειπωθεί από χείλη. Χείλη στεγνά, σταφιδιασμένα, χείλη ακριβώς σαν κι αυτά.
«Γιατί ο έρωτας είναι δύσκολος δρόμος».
Θέλει θάρρος, θέλει πείσμα, να κρατάς το κεφάλι και ν’ αγναντεύεις το φως. Πού να προλάβεις να περάσεις το χάσμα; Δεν είχες ελπίδα, δεν είχες φωνή.
Θέλω μονάχα να ξαπλώσω στην άμμο. Στην άμμο του «τώρα», την κρύα καρδιά του χειμώνα. Εκεί θα σε νιώσω ξανά κι ας είσαι γι’ αλλού.
Αλήθεια, εκείνο το καλοκαίρι μύριζε «φόβος». Δεν ήθελα να τον ακούσω. Θα ‘κανα λάθος, μπορεί. Δεν θα σουν εσύ. Φώναζες πάντα δυνατά, για ν’ ακούω παντού. Ψήλωνε η καρδιά και μίκρυν’ ο φόβος. Ήθελε χρόνο, τον είχες. Ήθελε χάδι, το χάριζες.
Από τόσους χειμώνες, τόσους βοριάδες, διάλεξες το φθινόπωρο. Τούτο το φθινόπωρο που καίει το αίμα κι η ελπίδα θα ‘παιρνε θάρρος. Διάλεξες φθινόπωρο να σαλπάρεις, με τσιγάρο στο χέρι, να φύγεις σε άλλα ακρογιάλια, σε άλλα βουνά. Άκουσες φύσημα, τρόμαξες. Μύρισες βροχή, ναρκώθηκες.
Η αγάπη είχε ξαπλώσει φορώντας το κόκκινο νυχτικό της, στα λευκά πέταλά της. Δεν ξύπνησε όταν έφευγες. Ένα φιλί ήταν αρκετό εκεί στα σκοτεινά, εκεί στα κρυφά. Τίποτα άλλο…
Ένα λουλούδι σιγά σιγά θέλει να βγει. Παλεύει ν’ αφήσει το χώμα να πιάσει ουρανό. Μόνο του, δε φοβάται το κρύο. Θέλει να ξεμυτίσει, να νιώσει τον άνεμο να τρίβει το κορμί, να νιώσει το φως να γεμίζει την πλάση. Το σύννεφο θα δακρύσει, θα του στείλει νερό. Ρίζωσε στο χώμα μ’ αγγίζει ουρανό…