Γράφει η Καμπέρου Άντζελα
Ξύπνησε το πρωί και σαν αυτόματη κίνηση άνοιξε το κινητό του για να δει τι έχασε όσο κοιμόταν από τα social media. Εκεί που χάζευε την αρχική του σελίδα και τις χθεσινοβραδινές δημοσιεύσεις, έπεσε πάνω σε ένα γνώριμο πρόσωπο.
Είχε να την δει από κοντά πάρα πολύ καιρό και σχεδόν είχε ξεχάσει πως έμοιαζε. Αυτό που τον έκανε αμέσως να καταλάβει ποια ήταν, ήταν τα μάτια της, μεγάλα και εκφραστικά, βγαλμένα σαν από κινούμενα σχέδια. Κόλλησε για λίγο μόνο στα μάτια της, χαζεύοντάς τα και αδιαφόρησε για την υπόλοιπη φωτογραφία.
Πόσο του είχε λείψει. Πόσο θα ήθελε να την σφίξει στην αγκαλιά του και να της ζητήσει συγγνώμη για όλα όσα έκανε, για όλα όσα συνέβησαν μεταξύ τους. Μα ήξερε καλά πως είχε χάσει αυτό το δικαίωμα πολύ καιρό τώρα και δεν τον έπαιρνε για συγγνώμες και δικαιολογίες.
Χάζευε τα μάτια της και θυμόταν την τελευταία φορά που τα είδε τόσο λαμπερά και χαμογελαστά, την τελευταία φορά που τα αντίκρισε από κοντά και όχι μέσα από μία φωτογραφία.
Το χαμόγελό του έσβησε, καθώς θυμήθηκε πως εκείνος την έκανε να χαμογελάει έτσι, εκείνος έβαζε στα μάτια της φωτιές και τα έκανε να στραφταλίζουν από ευτυχία.
Και εκείνη την στιγμή κοίταξε και την υπόλοιπη φωτογραφία. Είδε εκείνο το αντρικό πρόσωπο δίπλα της που τόσο απευχόταν να δει. Είδε πόσο ταίριαζαν και πόσο ευτυχισμένοι φαινόντουσαν.
Στεναχωρήθηκε, όχι για εκείνη και την ευτυχία της, για τον εαυτό του, που κατάφερε και έδιωξε από την ζωή του τον μόνο άνθρωπο που τον κατάλαβε ποτέ χωρίς να της μιλήσει ουσιαστικά.
Στεναχωρήθηκε γιατί συνειδητοποίησε πως τίποτα από όσα ζούσε δεν τον γέμιζαν, πως όλα ήταν ανούσια και μικρά μπροστά σε αυτό που ένιωσε για εκείνη κι ας μην το κατάλαβε ποτέ εγκαίρως.
Χάζεψε ακόμα λίγο τα μάτια της και θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που τον κοίταξαν αυτά τα δύο μάτια με αυτό τον τρόπο.
Νοστάλγησε, νοστάλγησε τις στιγμές που την είχε αγκαλιά και η σιωπή γέμιζε τα κενά σημεία ανάμεσα τους.
Νοστάλγησε εκείνες τις φορές που απλά την κοιτούσε και εκείνη καταλάβαινε αν κάτι δεν πάει καλά.
Νοστάλγησε πολλά εκείνο το πρωί και αποφάσισε να αφήσει το κινητό στην άκρη.
“Τουλάχιστον είναι ευτυχισμένη. Και ας μου λείπει εμένα αφάνταστα. Τουλάχιστον ξέρω πως είναι καλά, έστω κι έτσι από μακριά”.
Και έμεινε εκεί, στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το μυαλό του κολλημένο σε εκείνο το ζευγάρι μάτια που κάποτε τον κοιτούσε και έλιωνε.
Ίσως κάποτε, αναλογίστηκε, μα αυτό το κάποτε μάλλον θα αργούσε πολύ.
