Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Πάνε χρόνια από εκείνη την απόπειρά μου να απαρνηθώ την θάλασσα και τον Πειραιά μου και να μείνω στο κέντρο της Αθήνας.
Ψαρωμένη και καθόλου Αθηναία, ο δρόμος μου με έβγαλε στην Μικράς Ασίας.
Έναν πανέμορφο δρόμο με δέντρα που ακόμα και τώρα αν με ρωτήσεις, δεν ξέρω να σου πω αν είναι Ζωγράφου, αν είναι Ιλίσια ή αν είναι Γουδί..
Μεταξύ τακτοποιώ και συντονίζομαι με τον έξω κόσμο, άρχισα να ψάχνω τα γύρω γύρω.
Μανάβης δίπλα, ψιλικατζίδικο παραδίπλα, DVD club απέναντι.. μια γειτονιά.. όμορφη γειτονιά.
Κι όταν πέρασαν οι μέρες κι άρχισα να παρατηρώ λίγο πιο προσεκτικά γύρω μου, είδα πως εκεί έξω ήταν κάτι γονείς, διαφορετικοί από τους συνηθισμένους.
Τους συναντούσες στα μαγαζιά της γειτονιάς, μοιάζαν να είναι από κάπου εκεί κοντά αλλά δεν ήξερα από πού.
Δεν ήξερα μέχρι τότε ότι στην Μικράς Ασίας, ήταν ο ξενώνας Ελπίδα.
Single ακόμα..παρατηρούσα από μακριά κι αποστασιοποιημένα το βλέμμα των γονιών.. είχαν μια μελαγχολία τα μάτια τους.
Είχαν μια αγωνία και έναν πόνο. Κι από την άλλη είχαν μια δύναμη, ένα πείσμα.
Ήταν ένα βλέμμα που το είχαν όλοι.. Όλοι εκείνοι που συνόδευαν τα παιδιά με τις μασκούλες..
Στην προστατευμένη γυάλα μου, δεν είχα δει ποτέ ξανά γονείς με τα παιδιά με τις μασκούλες και τα σκουφάκια.
Ναι.
Αυτό ήταν το κοινό τους.
Τα παιδιά με τις μασκούλες.
Τα παιδιά που νοσούσαν από καρκίνο και δεν είχαν το δικαίωμα να κολλήσουν ούτε ένα τόσο δα κρυωματάκι από εκείνα που όλα τα πιτσιρίκια θέλουν προκειμένου να γλυτώσουν κάνα μάθημα.
Όχι. Αυτά τα παιδιά, ήταν διαφορετικά.
Αυτά τα παιδιά θα θέλανε να πηγαίνουν σχολείο κάθε μέρα.
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ! Και τις Κυριακές ακόμα..
Αυτά τα παιδιά θα θέλανε να είχαν και τις διπλάσιες ώρες μαθημάτων και δεν θα τα ένοιαζε.
Θα σήμαινε πως στο πρόγραμμά τους λέξεις όπως καρκίνος, χημειοθεραπεία, λευκοκύτταρα, δεν θα είχαν μπει ποτέ!
Ήταν τα παιδιά με τα σκουφάκια και τις μασκούλες που σε κοίταγαν με τα τεράστια μάτια τους και σε έκαναν να ντρέπεσαι για τα νεύρα που είχες λίγο πριν επειδή δεν βρήκες εύκολα να παρκάρεις και σου είχε σπάσει τα νεύρα κάποιος στο γραφείο.
Ήταν τα παιδιά με το μεγάλο χαμόγελο!
Ναι ρε φίλε, ΑΥΤΑ τα παιδιά ξέρουν να χαμογελάνε.
ΑΥΤΑ τα παιδιά ξέρουν την αξία να χαμογελάνε γιατί αυτά δίνουν την μάχη για να έχουν το δικαίωμα να χαμογελάσουν.
ΑΥΤΑ τα παιδιά, εξαγοράζουν κάθε μέρα το χρόνο τους και ξέρουν πως δεν τον έχουν για πέταμα!
ΑΥΤΑ τα παιδιά ξέρουν πόσο ακριβή είναι μια αγκαλιά. Πόσο σπουδαίο είναι ένα πρωινό με παιδικά και μερέντα στο κρεβάτι.
Ξέρουν πόσο ανεκτίμητο είναι ένα πρωινό στις κούνιες!
Ναι, στις κούνιες.
Εκεί που το φυσιολογικό είναι απαγορευμένο γιατί δεν πρέπει να χτυπήσουν, δεν πρέπει να πέσουν, δεν πρέπει….
Δεν πρέπει να είναι παιδιά.
Πρέπει να παίξουν σε ένα παιχνίδι ενηλίκων την παιδικότητά τους και να κερδίσουν.
Να κερδίσουν την ζωή. Να κερδίσουν το θάνατο. Να κερδίσουν το χαμόγελο.
Κάθε χρόνο, 300 τέτοια παιδιά θα μπουν στην αρένα.
Κάθε χρόνο οι γονείς των παιδιών αυτών θα ξεχάσουν τα παιδικά ανέμελα γέλια, θα ξεχάσουν την κανονικότητα και την ρουτίνα και θα ριχτούν στην μάχη με τα παιδιά τους.
Κάθε μέρα, και τις 365 μέρες του κάθε χρόνου, αυτά τα παιδιά κι αυτοί οι γονείς, θα απαιτούν μόνο να μην τους κοιτάς σαν εξωγήινους. Να μην τους λυπάσαι. Μην τολμάς καν να νιώθεις οίκτο!
ΑΥΤΟΙ είναι γενναίοι.
ΑΥΤΟΙ είναι μαχητές.
ΑΥΤΟΙ ζητάνε να μάθεις να τους κοιτάς στα μάτια και να μην παίρνεις το βλέμμα σου μακριά δήθεν συγκινημένο, δήθεν βουρκωμένο, δήθεν πονεμένο.
Άπλωσε το χέρι σου, πιάσε το δικό τους και δώσε ΔΥΝΑΜΗ.
Δώσε χαμόγελο. Δώσε θετική ενέργεια. Δώσε χρόνο.
Δώσε ακόμα κι από αυτό που δεν έχεις.
Μόνο μην τολμήσεις να (τους) λυπηθείς.
Γιατί αυτοί, χάσουν κερδίσουν, έχουν ΗΔΗ στεφτεί νικητές.
Νικητές της ζωής.
Κι αν θες να κάνεις κάτι πραγματικά ουσιαστικό, τώρα, μπορείς να βοηθήσεις ενεργά!
LoveLetters