Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Ποτέ δεν ήταν καλά και κάθε επομένη χαραυγή νόμιζε πως δεν θα την ζήσει.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά και οι ημέρες κατάπινε η μια την άλλη δίχως να γίνεται αντιληπτή η αίσθηση του χρόνου.
Δεν τον ικανοποιούσε τίποτα πλέον, μια συνήθεια αλληγορική που έπαυε συκοφαντικά ν’ ανασαίνει.
Πρωταγωνίστρια μια χαμένη ζωή που δεν ήξερε πως να διαχειριστεί τις στιγμές που πλαισίωνε ο χρόνος.
Πώς να γεμίσουν οι ώρες ενώ αύριο δεν ξέρω αν θα υπάρχω, γιατί να τις γεμίσω ενώ θα φύγω από δω, ποιό όφελος θα δειγματίσει την απουσία μου σαν κλείσω τα μάτια μου αναλογιζόταν.
Και κυλούσε η ζωή σαν το νερό που ρίχνεις επάνω σου και στραγγίζει στην γη.
Κοιτούσε τις ρυτίδες γεμάτα χέρια του μα αδυνατούσε να δει τα στιγμιότυπα που πλαισίωναν τον κενό του χρόνο, μια κενή ζωή.
Στο σκέπασμα μιας νύχτας, τελευταία ανάσα που σώπασε.
Ένα φως που ανήμπορος θαμπά κοιτούσε.
Φωνές όπου άγνωστες για εκείνον ενοχλήσεις.