Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης.
Και τώρα οι δυο μας.
Εσύ κι εγώ.
Εσύ μέσα στο ποτήρι μου κι εγώ στο πουθενά.
Στο πουθενά που με άφησες να ζω μήνες τώρα.
Μισά λόγια, μισές αλήθειες, μισές υποσχέσεις, μισή ζωή.
“Δεν είμαι έτοιμη”.
“Δεν νιώθω καλά”.
Κι αφού κορίτσι μου δεν ξέρεις τι θες, γιατί το ψάχνεις το γαμημένο στη δική μου τη ζωή;
Ποιος σου είπε ότι η υπομονή μου είναι ανεξάντλητη;
Ποιος σου είπε ότι η ανοχή μου δεν έχει όρια;
Μόνη σου μοίρασες τους ρόλους ανάμεσά μας.
Μόνη σου άφησες τα πράγματα να κυλήσουν και τα πήγες όπως ήθελες.
Κι εγώ σε άφησα.
Την έβλεπα τη μαλακία που πας να κάνεις, αλλά σε άφηνα.
Σου άφηνα το χώρο ή να το μαζέψεις, ή να το διορθώσεις.
Σε άφηνα να παίξεις, σε άφηνα να νομίζεις πως μπορείς να με παίξεις.
Κι όσο εσύ έπαιζες, εγώ σου έδινα αλήθειες.
Φρόντιζα εσένα, φρόντιζα για εσένα.
Σε άφηνα να αποφασίζεις ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα ξεκινάγαμε από το Λυκαβητό, για να βρεθούμε στα Άνω Κρεμαστά για να καταλήξουμε στην Πέρα Ραχούλα μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι θες.
Όμως κορίτσι μου, μπορείς να κάνεις ώρες να αποφασίσεις αν θες sushi ή vegan, και να το αντέξω γιατί πριν πάω σπίτι θα πάω στον Κάβουρα για σουβλάκια.
Μπορείς να κάνεις μέρες να διαλέξεις μια ταινία και τελικά να δούμε τη μεγαλύτερη πατάτα της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Μπορείς να μου σπάσεις τα νεύρα με ακαταλαβίστικούς όρους για νύχια, μαλλιά, ρούχα, παπούτσια και τελικά να μαυροντυθείς σαν μανιάτισα μοιρολογίστρα και να μην καταλάβω τι λέγαμε τόσες ώρες.
Όμως, δεν μπορείς να παίζεις με δυο άντρες.
Δεν μπορείς να ζυγίζεις δεδομένα για να διαλέξεις.
Δεν μπορείς να μετράς ανθρώπους και αισθήματα.
Γιατί δεν ξέρω αν στο είπα, αλλά αν δεν στο είπα άκου το καλά.
Δεν μου κάνεις.
Και από το “μαζί” στο “χώρια”, ένα ξενέρωμα δρόμος είσαι.
Γι’αυτό προτιμώ το έντιμο πουθενά από το μοιρασμένο “μαζί”.
Και ναι, προτιμώ να είμαι ένας περήφανος μαλάκας για τις φίλες σου, παρά ένας γελοίος μαλάκας σου.