Είναι και κάποιοι άνθρωποι, γεννημένοι πολεμιστές.
Πολεμούν και παλεύουν να κερδίσουν ανθρώπους πληγωμένους, ανθρώπους χαμένους σε δρόμους όπου κανένα συναίσθημα δεν κυριαρχεί.
Ανθρώπους που στην αρχή βλέπουν μια σκληρότητα, μια ψυχρότητα στο βλέμμα τους. Ανθρώπους που βρίσκονται σε μετωπική σύγκρουση με ένα παρελθόν απελπισμένο, ενεργό ακόμα, με φαντάσματα και κακούς οιωνούς.
Ανθρώπους που η ψυχή τους φωνάζει μείνε λίγο ακόμα σε παρακαλώ, ενώ έχουν ξεχάσει τον ήχο της φωνής τους να λέει σε αγαπώ, σε νοιάζομαι, να λέει λόγια τρυφερά.
Κάποτε ίσως το έλεγαν συνέχεια.
Και τώρα που το κάποτε τελείωσε και ήρθε το σήμερα είναι ακόμα κλεισμένοι και ανασφαλείς στο καβούκι τους με τα δάκρυα τους στερεμένα.
Και τότε, βρέθηκες εσύ στο δρόμο του, πολεμιστή.
Τον ερωτεύτηκες!
Τον αγάπησες!
Ένιωσες τον πόνο του.
Τον πήρες από τον χέρι και τον τράβηξες παρόλο που αντιστεκόταν!
Επέμενες. Υπέμενες. Αποδεχόσουν. Αγκάλιαζες. Φιλούσες. Γέλαγες.
Τις βλέπεις πια.
Μικρές ρωγμές στην πανοπλία του.
Προσπαθεί να ανταποδώσει, παλεύει να κρατηθεί, να δώσει.
Αλλά είναι άδειος! Έχει μείνει σε ένα σώμα γεμάτο πληγές!
Συνεχίζεις, προσπαθείς, δεν θυμώνεις, αγαπάς, ελπίζεις, δεν τα παρατάς!
Και την στιγμή που νομίζεις ότι τελείωσαν οι αντοχές σου πολεμιστή μου, ο άνθρωπος σου γεμίζει, σιγά-σιγά, γεμίζει από σένα, γεμίζει για σένα!
Και αντέχεις περισσότερο..
Για εκείνες τις φωτεινές μέρες σας, για τα αστεία παιδιαρίσματα του, για εκείνο το δειλό
«σ’ αγαπώ» που σου ψιθύρισε την ώρα που έκανες ότι κοιμόσουν.
Για μια μέρα ακόμα, ίσως δύο!
Για όσο κρατήσει..
Για όσο η ψυχή του δικού σου ανθρώπου φωνάζει μείνε λίγο ακόμα.
Για όσο αντέχεις πολεμιστή μου!
Γιατί εσύ είσαι ο ένας και μοναδικός..