Τα βράδια μου, γεμίζουν ακόμα με την αόρατη μορφή της αμαρτίας σου..
Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Γνωριστήκαμε όταν ήμασταν ελεύθεροι, αλλά κάποιος άνεμος οικογενειακών υποχρεώσεων σε πήρε μακριά μου, πριν προλάβω να σε γευτώ και έχασα τα ίχνη σου. Κύλησε ο χρόνος και ξεχάστηκες σε μια γωνίτσα του μυαλού μου, όταν έτσι ξαφνικά μπήκε στη ζωή μου ένας υπέροχος άνθρωπος τον όποιο και παντρεύτηκα.
Λίγα χρόνια αργότερα μια παλιά μου φίλη μου σύστησε τον άντρα της, ο οποίος ήσουν εσύ. Τα έχασα. Μέσα από τη ρουτίνα της καθημερινότητάς μου, ξεπρόβαλε πάλι το σκίρτημα που ένοιωθα τότε. Γίναμε οικογενειακοί φίλοι οι τέσσερις μας. Εμφανίστηκες για να ταράξεις τα γαλήνια νερά της ζωής μου. Το αισθάνθηκα μέσα μου από την πρώτη στιγμή που σε ξαναείδα. Βγαίναμε συχνά όλοι παρέα. Το επιδίωκες εσύ, αν και εγώ το απέφευγα. Όμως πέρναγε το δικό σου, γιατί είχες καταφέρει να κερδίσεις και τη συμπάθεια του άντρα μου.
Ώσπου μια μέρα ανυποψίαστη η φίλη μου σε έστειλε να με πάρεις να με πας κοντά της.
Όλα ήταν με το μέρος μας εκείνη τη στιγμή. Ο άντρας μου έλειπε στη δουλειά και εσύ καλυμμένος με τη δικαιολογία που σου ήρθε ως “μάνα εξ ουρανού”. Ο ανεκπλήρωτος αυτός έρωτας σου θόλωσε το μυαλό και άρπαξες την ευκαιρία να με κάνεις δική σου. Προσπάθησα να αντισταθώ, αν και το σώμα μου σε καλούσε. Δεν υπακούσαμε στη λογική όμως και βουλιάξαμε στα άπατα της θέλησής μας, χωρίς να μας νοιάζει κανένας και τίποτα.
Τον αγαπούσα τον άντρα μου, αλλά είναι αυτό το άγνωστο και άπιαστο καμιά φορά, που σεργιανίζει γύρω από το μυαλό σου, σου τσιμπάει την καρδιά και θες να το ανακαλύψεις, να το εξερευνήσεις. Για μια στιγμή πίστεψα ότι ήταν ένα απωθημένο της στιγμής, γιατί σταμάτησε τότε πριν προλάβει να ξεκινήσει κάτι μεταξύ μας. Όμως όχι. Μας άρπαξε η αμαρτία και μας χόρευε στους ρυθμούς που ήθελε αυτή, δίχως να έχουμε τη δύναμη να αντισταθούμε. Έτσι με κάθε ευκαιρία που μας δινόταν βυθιζόμουν στην αγκαλιά σου και προσπαθούσα να κρυφτώ στο δικό μας μυστικό κόσμο, έστω για λίγο. Οι τύψεις όμως παρέλαζαν στις σκέψεις μου όλες τις ώρες που ήσουν μακριά μου και αυτό με έφθειρε. Έτσι το πήρα απόφαση να ξεμπλέξω από τα δίχτυα που είχα μπλεχτεί.
“Πέρασα πολύ όμορφα μαζί σου και χαίρομαι αν και κάτω από αυτές τις συνθήκες καταφέραμε να συμπληρώσουμε αυτό μας το κενό. Αντί για μια στιγμή απόλαυσης, όμως, προτιμώ τη ψυχική μου γαλήνη και επειδή ανήκουμε αλλού δεν υπάρχει για μας διέξοδος. Ελπίζω να καταφέρουμε να ξεπεράσουμε βουβά τα πάθη μας αν κι εγώ δε θα πάψω ποτέ να σε αγαπώ. Ήσουν, είσαι και θα είσαι μοναδικός και ξεχωριστός σε μια θέση στην καρδιά μου.” Ήταν το μήνυμα μου, στο οποίο μου απάντησες ότι θα παραμείνω η κρυφή και παντοτινή σου αγάπη, αλλά θα σεβαστείς την επιθυμία μου, όσο δύσκολο και να σου είναι.
Οι συναντήσεις μας έγιναν πιο αραιές. Έτσι έπρεπε. Όμως στις σκέψεις μου σε συναντούσα κάθε μέρα και τα βράδια γέμιζες τα κενά μου με την αόρατη μορφή σου.