Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Κάποτε μπορούσες να περάσεις ώρες απλά κοιτώντας τη θάλασσα. Κάποτε μπορούσες να ζωγραφίζεις ουράνια τόξα με άπειρα χρώματα. Κάποτε μπορούσες να κλάψεις μ’ ένα τραγούδι.
Κάποτε πίστευες στην αγάπη, στις αξίες, τα ιδανικά, τα όνειρα. Πίστευες στη φιλία, στην αλληλεγγύη, την δικαιοσύνη, την ισορροπία.
Κάποτε δινόσουν μ’ όλο σου το είναι. Ξόδευες την ψυχή σου. Χάριζες την καρδιά σου.
Κάποτε επέστρεφες με κουρελιασμένα συναισθήματα, λαβωμένη ψυχή, σακατεμένη καρδιά. Επέστρεφες με κόκκινα μάτια, καυτά δάκρυα και πονεμένα βήματα. Πονούσες μέσα κι έξω κι έπαιρνες αγκαλιά τον εαυτό σου και τον νανούριζες με λόγια παρηγοριάς. Τον σκέπαζες με τη συνείδησή σου και σου ορκιζόσουν πως δεν θ’ αφήσεις αυτόν τον κόσμο να σε κάνει όμοιό του. Πως δεν θα πάψεις να αγαπάς και να ονειρεύεσαι. Πως δεν θα πάψεις να εμπιστεύεσαι και να ελπίζεις…
Κάπως έτσι ξυπνάνε οι άνθρωποι μια μέρα και καταλαβαίνουν πως είναι πια μισοί και μόνοι. Πως κρυώνουν και φοβούνται. Πως το σκοτάδι έχει καταπιεί τα φώτα και τα χρώματά τους. Πως το λίγο που τους απέμεινε, εξαφάνισε τα γέλια και τους ανθρώπους γύρω τους.
Κάπως έτσι ξυπνάνε οι άνθρωποι και προσπαθούν με κλάματα να μαντάρουν τις σκισμένες σάρκες και τις κομματιασμένες ψυχές τους. Με κλάματα και όρκους πως δεν θα αφήσουν κανέναν να τους πληγώσει ξανά. Κανέναν να τους αρπάξει κομμάτια τους. Κανέναν να εκμεταλλευτεί τα συναισθήματά τους.
Κάπως έτσι ξυπνάνε οι άνθρωποι κι η θάλασσα δεν τους συγκινεί πια. Και παύουν να ζωγραφίζουν ουράνια τόξα. Και παύουν να δακρύζουν για τα όμορφα και τα τρυφερά.
Κάπως έτσι ατσαλώνονται οι άνθρωποι. Σκληραίνουν. Πετρώνει το μέσα τους.
Κάπως έτσι έγινε ο κόσμος μας μαύρος και σκληρός και άκαρδος. Κάπως έτσι κοιτάς μια μέρα τον καθρέφτη σου κι αναρωτιέσαι πού έχεις πάει. Σε ποιο μονοπάτι να χάθηκε ο εαυτός σου…
Προλαβαίνουμε άραγε ακόμη να σώσουμε τις ψυχές μας; Προλαβαίνουμε να σώσουμε τον κόσμο μας; Προλαβαίνουμε άραγε ακόμη να γίνουμε άνθρωποι;