Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Κι έρχονται κάτι περίεργες στιγμές, κάτι περίεργα βράδια που εμφανίζεσαι ξαφνικά και σε θυμάμαι.
Σε θυμάμαι και το μυαλό μου καίγεται, παγώνει, αδειάζει και γεμίζει σε εκείνα τα κλάσματα του δευτερολέπτου που μοιάζουν αιώνες.
Πιάνω το τηλέφωνο στα χέρια μου.
Ο αριθμός σου; Χαχα δεν είναι αποθηκευμένος, πως θα μπορούσε άλλωστε; Δεν χρειάστηκε ποτέ να τον αποθηκεύσω. Πάντα τον θυμάμαι.
Ξέρεις πόσες φορές τον πληκτρολόγησα;
Άλλες φορές για να μην τον ξεχάσω, άλλες φορές για να θυμηθώ.
Άλλες φορές για να νιώσω πως θα μιλήσουμε. Ποτέ δεν κατάφερα όμως να ξεκινήσω μια κλήση.
Δεν είχα το κουράγιο, δεν είχα τι να πω. Μάλλον δεν ήξερα ποτέ πώς να το πω.
Δεν λέγεται εύκολα το “ακόμα σ’αγαπώ”, όσο θάρρος και να δείξω, όσο θράσος κι αν έχω.
Έτσι κι απόψε. Με το τηλέφωνο στο ένα χέρι, με ένα ποτήρι κρασί στο άλλο και μια φωτογραφία σου που έπεσε μέσα απο ένα παλιό βιβλίο. Εκείνο το βιβλίο που μου είχες χαρίσει εσύ, θυμάσαι;
Μου το χάρισες και μου ‘πες, «διάβασέ το, θα μας βρεις εκεί μέσα» και οι σελίδες φεύγανε σα νερό και περίμενα να διαβάσω το τέλος, μα δεν πρόλαβα.
Το τέλος το έδωσες εσύ.
Κι εγώ έμεινα με το βιβλίο μισοτελειωμένο, με τη φωτογραφία σου πλέον θολή και με το τηλέφωνο απόψε να μένει για ακόμα μια φορά στην πληκτρολόγηση.
Για ακόμα μια φορά δεν έχω τι να σου πω, δεν έχω τρόπο να σου πω, το Σ’αγαπώ ακόμα!