Γράφει η Λιάνα
Ατελής ζωή. Μισοτελειωμένες προσδοκίες. Απροσδόκητη απογοήτευση απ’ αυτούς που θα ορκιζόσουν πως είναι οι δικοί σου άνθρωποι. Υποκρισία και έλλειψη συνείδησης. Σα σα ξύπνησες μια μέρα και ολόκληρη η κοσμοθεωρία σου να έγινε κομμάτια.
Πόσο κουρασμένη είμαι. Νιώθω το σώμα μου βαρύ και τη ψυχή μου άδεια. Νιώθω πως θέλω να κοιμηθώ μέρες, εβδομάδες, μήνες και όταν σηκωθώ να βρίσκομαι σε μια άλλη διάσταση. Με ανθρώπους χαμογελαστούς και όνειρα φρεσκοκομμένα στα μέτρα μου. Στον κόσμο το δικό μου, αυτόν που χρόνια έπλαθα μέσα μου και έδωσα και τις τελευταίες σταγόνες επιμονής να τον δημιουργήσω.
Πόσο γοητευτικοί γίνονται οι άνθρωποι για να σε κερδίσουν. Πόσο αβίαστα ξεστομίζουν όρκους, πόσο ανίερα τους πατάνε. Και μετά σου χαρίζουν μια σιωπή τόσο εκκωφαντική που σου τρυπάει το μυαλό. Μια ησυχία, που σου τσακίζει τελειωτικά τα φτερά που με τόση επιμέλεια είχες δημιουργήσει. Λες και σκοπός τους είναι να αδειάζουν ψυχές για να χορτάσει ο εγωισμός τους. Λες και μετράνε θύματα, για να καταφέρουν να νιώσουν αληθινοί, μέσα στη μιζέρια τους.
Γιατί μιζέρια είναι να ζεις με δανεικά. Μιζέρια είναι να παραμερίζεις κάθε ηθική, μόνο και μόνο για να συντηρήσεις την ανεπάρκεια σου, μασκαρεύοντας την σε ικανότητα.
Δύσκολο το καλοκαίρι αυτό. Ο ήλιος καυτός κι εγώ μέσα μου είμαι παγωμένη. Κρυώνω και νιώθω πως όλες οι αχτίδες του δεν είναι ικανές να λιώσουν τον πάγο που έχει τυλίξει την καρδιά μου. Ποια εγώ; Που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, φρόντιζα πάντα να γεμίζω τους γύρω μου ελπίδα, έδινα το παραπάνω μου, για να μη σβήνονται ποτέ τα χαμόγελα όσων μοιραζόμουν τις αλήθειες μου.
Αδρανής, τόσο καιρό παρακολουθώ τη σκιά του εαυτού μου να έχει πάρει τη θέση μου, σε κάθε δραστηριότητα μου, σε κάθε απόφαση μου. Ζω τη ζωή λες και είμαι θεατής σε μια ταινία που άσχετοι πρωταγωνιστές περνάνε τσαλαπατώντας με κι εγώ άβουλα, ούτε καν αντιδρώ. Ζω τη ζωή μιας άλλης. Μιας γυναίκας που έχει δώσει τα ηνία του εαυτού της σε ξένα χέρια και τελικά κατάντησε μια μαριονέτα που ο καθένας την κατευθύνει όπου θέλει.
Όμως το καλοκαίρι αυτό, οφείλω στον εαυτό μου μια κάθαρση. Μια συνέπεια, σύμφωνη με τα θέλω μου. Χρειάζομαι την αξιοπρέπεια μου και τη μαχητικότητα μου. Χρειάζομαι τα αληθινά μου πιστεύω ξανά ζωντανά και δυνατά. Δεν πέρασα μέσα από φωτιές, από ήττες, αλώβητη, για να γίνω σ’ αυτή την ηλικία πιόνι κανενός. Ακόμα κι αν κάποτε ένιωσα κι ίσως ακόμα νιώθω αγάπη. Δε μου ταιριάζει η θέση του κομπάρσου. Κι όσο κι αν άντεξα, μέσα μου έχει αρχίσει να ξυπνάει μια επανάσταση, που μερικές φορές, ακόμα κι εγώ η ίδια, τη φοβάμαι. Γιατί νιώθω τόσο ταπεινωμένη, τόσο μειωμένη, που η οργή μου θα τα παρασύρει όλα.
Κατάπια πολλές σκέψεις και ο κόμπος στο λαιμό μου, με κάνει να θέλω να ουρλιάξω φτάνει. Όμως αυτός που έχει δίκιο, ποτέ δε φωνάζει. Σιωπηλά και αθόρυβα, προετοιμάζει την τελευταία του παράσταση. Εκείνη που θα κερδίσει το ουσιαστικό και οριστικό χειροκρότημα. Κι ο καλύτερος τρόπος γι αυτό είναι να βαδίσω πια πάνω σ’ αυτά που διδάχτηκα από μικρή. Πάνω στην ειλικρίνεια και το καλώς εννοούμενο θράσος.
Αυτό το καλοκαίρι, ορκίζομαι, πως θα ξαναβρώ τον προσανατολισμό μου. Μόνη μου, όπως πάντα. Χωρίς δεκανίκια και βοηθούς. Θα δώσω τη μάχη μου, πρώτα με μένα και μετά με αυτούς που, κυριολεκτικά, βίασαν την αγάπη και την εμπιστοσύνη που τους έδειξα. Σίγουρα θα υπάρξει πόνος, τίμημα, δάκρυα, μα το αποτέλεσμα θα με αποζημιώσει, γιατί θα επιστρέψω στο φως
Δε δέχομαι πια αυτό το ξεθωριασμένο τοπίο γύρω μου, αυτό το μούδιασμα μέσα μου.
Νέοι ορίζοντες λοιπόν. Αποφάσεις και ξεκαθαρίσματα. Στο καινούργιο μου εγώ, θα ακολουθήσει όποιος μπορέσει να σταθεί ξεγυμνωμένος μπροστά μου. Πιστέψτε με, είναι αβάσταχτο μα και απόλυτα λυτρωτικό, το να παρουσιάζεις τον εαυτό σου, χωρίς καλύψεις και περιττά φτιασιδώματα. Κι εγώ, στην τελική, χρειάζομαι δίπλα μου μόνο αυτούς που αντέχουν να τολμούν…