Γράφει η Τζένη Ζάικου
Όσο περισσότερα χρόνια βρισκόμαστε σ’ αυτή τη γη, τόσο πληθαίνουν τα ονόματα στη λίστα με τους ανθρώπους που αγαπήσαμε και δεν μας βγήκε σε καλό.
Τώρα πια, δεν μιλάμε.
Η ύπαρξή τους στη ζωή μας είναι σαν ένα αυτόνομο κομμάτι του παζλ, το οποίο πλέον έχει αφαιρεθεί και στη θέση του χάσκει ένα κενό.
Και μένουμε να αναρωτιόμαστε πως προέκυψε κάτι τέτοιο, πως ένα άτομο με το οποίο μοιραστήκαμε γέλια, μυστικά, αναμνήσεις, -χρόνια από τη ζωή μας-, είναι πλέον ένας ξένος.
Ούτε ένα “χρόνια πολλά” δεν φτάνει πλέον στην οθόνη μας.
Είναι πιο σοκαριστικό όταν αυτό προκύπτει στις φιλίες.
Κατά κύριο λόγο, όταν είσαι σε σχέση με κάποιον και χωρίσεις, χωρίζουν και οι δρόμοι σας. Πονάει; Ναι. Μπορεί να γίνει αβάσταχτο; Σίγουρα. Είναι όμως κάτι για το οποίο είσαι υποψιασμένος από την αρχή.
Με τους φίλους είναι αλλιώς.
Πολλές φορές ανοιγόμαστε σε ανθρώπους που μέλλει να μας κάνουνε κομμάτια.
Να αποφασίσουν μία ωραία πρωία ότι δεν μας θέλουν πια στη ζωή τους, ότι κουράστηκαν, ότι βαρέθηκαν, ότι έπαψαν να νοιάζονται.
Χειρότερα ακόμα, μπορεί να θέλουν να μας βλάψουν. Όχι σωματικά. Ψυχικά. Ρουφάνε τη χαρά από μέσα μας, θέλουν να την εξαφανίσουν. Τους ερεθίζει αυτό.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο χαστούκι.
Όταν κοιτάς τον άνθρωπο στον οποίο έχεις αποκαλύψει όλα σου τα μυστικά, όλες σου τις ανησυχίες και τα θέλω και, επιτέλους, τη βλέπεις. Αυτή την βλάσφημη, συγκαλυμμένη δίψα για δράματα, για στρες, για στεναχώρια.
Αρχίζεις να εντοπίζεις τα μοτίβα.
Δεν μπορείς καν να διανοηθείς το ενδεχόμενο να θέλει να σε πληγώσει.
Μπορεί να μη το κάνει επίτηδες. Μπορεί να μην το συνειδητοποιεί και για αυτό να συνεχίζει να το πράττει. Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή.
Και πάνω που εσύ κάνεις το λάθος και συμβιβάζεσαι με το γεγονός ότι το θέλεις αυτό το άτομο στη ζωή σου, ότι θέλεις να προσπαθήσεις να το βοηθήσεις όσο μπορείς και απλά χρειάζεται να θέσεις μερικά όρια, ΜΠΑΜ!
Δεν θέλει αυτός.
Δεν θέλει να ασχοληθεί μαζί σου, προφανώς αυτά που του δίνεις δεν είναι αρκετά, κι ας είναι ότι έχεις και δεν έχεις.
Δεν ενδιαφέρεται, δεν θέλει να επενδύσει.
Απομακρύνεται, δεν απαντάει στα τηλέφωνα, στα μηνύματα.
Εσύ ρίχνεις κι άλλο το επίπεδο, ζητάς συγγνώμη για τα όρια που έθεσες, είσαι έτοιμος να τα πάρεις πίσω.
Καταπίνεις την ψυχολογική βία, τις προσβολές, την απελπισία.
Άδικος κόπος, αδελφέ.
Σε χρησιμοποιούσε από την αρχή. Σαν πηγή ενέργειας, σαν λίμνη χαράς, σαν σάκο του μποξ, σαν μία χάρτινη κούπα καφέ.
Έριχνε μέσα όλο του το κατακάθι και μόλις αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσες πλέον να συγκρατήσεις την υγρή μαυρίλα που έσταζε, ότι μαλάκωσες, ότι η ανθεκτικότητά σου έφτανε στο τέλος της, πήγε παρακάτω.
Και κάπως έτσι λήγει, με εσένα να παλεύεις να πάρεις ανάσα, να προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις τι έγινε.
Περνάνε μήνες κι εσύ νιώθεις ότι προσπαθείς ακόμη, παρόλο που πέφτεις σε έναν τσιμεντένιο τοίχο ξανά και ξανά.
Κι ένα γλυκό καλοκαιρινό βράδυ, πάνω που πάει να σε πάρει από κάτω, έρχεται αυτή η πικρή συνειδητοποίηση:
Δεν θέλεις πια. Σου τελείωσε. Είδες επιτέλους τα πράγματα καθαρά. Δεν αξίζει. Έδωσες τα πάντα και πήρες πίσω μόνο χλευασμό και σιωπή και τώρα πια δεν νιώθεις άσχημα γι’ αυτό.
Πλέον δεν νιώθεις ανίκανος που δεν μπόρεσες να κρατήσεις αυτή τη σχέση όπως ήταν, γιατί συνειδητοποιείς ότι ήταν σάπια από την αρχή. Απλά εσύ δεν το έβλεπες.
Νιώθεις να σηκώνεται ένα βάρος από το στήθος σου. Το κουβαλούσες καιρό.
Είσαι αρκετός.
Θρηνείς για το άτομο που νόμιζες πως ήταν φίλος σου.
Περνάει κι άλλο ο καιρός.
Παράδοξο να θυμάσαι πάντα με αγάπη και τρυφερότητα τις στιγμές που περάσατε μαζί. Ίσως ακόμη και με νοσταλγία, αλλά όχι για το άτομο πια. Έχεις καταλάβει πως είναι κάτι άλλο από αυτό που νόμιζες.
Νιώθεις νοσταλγία για τις στιγμές που περάσατε μαζί, την παρέα που κάνατε, τα ποτά που ήπιατε, τα αστεία που ανταλλάξατε.
Στη συνέχεια, προχωράς και δεν κοιτάς πια πίσω σου, παρά μόνο μπροστά και τρέχεις προς τα άτομα που θα σε αγκαλιάσουν για αυτό που είσαι και θα τους νοιάζει να είσαι εσύ καλά. Μία αμοιβαία σχέση, χωρίς μάσκες.
Κάποιους ανθρώπους τους αγαπήσαμε πολύ. Μα, η αλήθεια είναι ότι δεν θα τους θέλαμε ποτέ ξανά στη ζωή μας.