Γράφουν η Άντζελα Καμπέρου και ο Κένταυρος Α
Κεραυνοί φωτίζουν τον ουρανό, οι σταγόνες της βροχής τρέχουν στα τζάμια της σκοτεινής αίθουσας, περίπου εβδομήντα άνθρωποι κάθονται διάσπαρτα κάτω απ’ τον ομιλιτή. Οι διαφάνειες αλλάζουν πίσω του και δεν βλέπω τι γράφουν, το βλέμμα μου έξω, στα μαύρα σύννεφα, τους κεραυνούς και στο φως που αφήνει πίσω το μωβ ηλιοβασίλεμα.
Νιώθω το κρύο στην πλάτη μου, τραβάω κάτω τα μανίκια και κρύβω τα χέρια μου μέσα τους, τραβιέμαι να πιάνω όσο λιγότερο χώρο μπορώ, όπως όταν ήμουν μικρός που δεν ήθελα να με βλέπουν, τώρα δεν μπορώ και να κρυφτώ.
Κρυώνω αλλά κρυώνω μέσα απ’ την μπλούζα, λες και κάτι παγωμένο τρέχει στις φλέβες μου, η επόμενη διαφάνεια φωτίζει την αίθουσα κόκκινη, μπροστά μου ένα ζευγάρι σχολιάζει χαμηλόφωνα την ομιλία, δεν θυμάμαι καν ποιο ήταν το θέμα της ή γιατί ήρθα.
Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα με τυφλώνουν τα γιορτινά φώτα, μικρά παιδιά παίζουν στην μικρή πλατεία, άλλα φωνάζουν, νέα ζευγάρια πάνε να πιούν κάτι ζεστό και παλιά ζευγάρια τσακώνονται ποιος θα σηκωθεί να πάει στο παιδί.
Τραβάω το φερμουάρ μέχρι πάνω ώστε να μου καλύπτει η ζακέτα το στόμα, βάζω και τον κίτρινο σκούφο μου και ξεκινάω να περπατάω προς τις βιτρίνες με τα φώτα και τα στολίδια, τελικά όλα θυμίζουν εσένα• τελικά όλα ξεχνούν εμένα, σαν φάντασμα του παρελθόντος στέκομαι μέσα σε τόσο κόσμο και είναι σαν να μην είμαι εδώ.
Γυρίζω σπίτι, μουσκεμένος μέχρι το μεδούλι μου, βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου μπροστά στην εξώπορτα, μουσκεμένες κι αυτές από την βροχή. Ποιος νοιάζεται σκέφτομαι.
Με βαριά βήματα και απρόθυμα, μπαίνω σπίτι και πάω γρήγορα στο δωμάτιο, σε κανέναν δεν θέλω να μιλήσω, θέλω απλά να αλλάξω και να κουκουλωθώ κάτω από το πάπλωμα, να σβήσουν όλα.
Όπως βγάζω τα ρούχα μου που στάζουν πέφτει από το κεφάλι μου ο κίτρινος σκούφος και σαν να με πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.
Τον κοιτάω και μουδιάζω. Από όλα όσα τόσο έντονα σε θύμισαν σήμερα, τούτος ο σκούφος ήταν σαν να φώναξε το όνομά σου με όλη του τη δύναμη.
Σε είχα πάντα στο μυαλό μου σαν ένα φωτεινό κίτρινο, σαν το μόνο φωτεινό σημείο της ζωής μου. Τα ρούχα μου όλα είναι μαύρα, πάντα ήταν μαύρα. Αυτός ο σκούφος είναι το μοναδικό χρωματιστό ρούχο που έχω.
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως σε θύμιζε, πως σου έμοιαζε. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως ίσως να τον πήρα για αυτό το λόγο, να έχω κάτι φωτεινό στη ζωή μου όταν εσύ αποφάσισες να φύγεις από αυτήν.
Μα τώρα· τώρα τον βλέπω, τον βλέπω για αυτό που είναι, για αυτό που αντιπροσωπεύει.
Μου τρυπάει το μυαλό, μου πονάει τα μάτια.
Μου πονάει την ψυχή.
Ανοίγω το παράθυρο, τον πιάνω στα χέρια μου και τον πετάω απ’ έξω. Κλείνω βιαστικά το παράθυρο, λες και φοβήθηκα μην γυρίσει πίσω.
Λες και φοβήθηκα την ελπίδα του να γυρίσεις εσύ πίσω.
Πέφτω βαρύς στο κρεβάτι και κλείνω τα μάτια. Παρακαλώ για ένα ύπνο χωρίς όνειρα.
Όσο με παίρνει ο ύπνος, τα μάτια μου γεμίζουν κίτρινο.
Είσαι ακόμα εδώ γαμώτο.