Γράφει η Τζένη Γιαννοπούλου
Μια σχέση σα τη θάλασσα η δική μας. Τη μια γαλήνια και όμορφη, την άλλη φουρτουνιασμένη κι έτοιμη να σε πνίξει στα βάθη της. Δεν υπήρχε ποτέ με μας μέση οδός, δεν υπήρχε ποτέ με εμάς μέτριο…ή του ύψους ή του βάθους. Ή που δε θα φεύγαμε ο ένας απ’ την αγκαλιά του άλλου και θα κάναμε σαν ερωτοχτυπημένα 17χρονα, ή που θα τσακωνόμασταν σαν τα κοκόρια, χτυπώντας πόρτες φεύγοντας και εκσφενδονίζοντας απειλές.
Πόσες φορές “χωρίσαμε” όλα αυτά τα χρόνια, πόσες φορές είπαμε “τέρμα”, ούτε μπορώ να τις μετρήσω. Μα κάθε φορά γυρνούσε ο ένας στον άλλο, κάθε φορά μας κρατούσε αυτή η μαγική κλωστή που δεν έλεγε να σπάσει με τίποτα. Και κάθε φορά πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο σα να είχαμε να ειδωθούμε χρόνια, σα να μη μπορούσαμε να συγκρατήσουμε το πάθος μας και τον έρωτά μας.
Έτσι κι αυτή τη φορά που καθώς πίναμε καφέ στο αγαπημένο μας μέρος σου είπα για πολλοστή φορά πως ξέρω για τις “παρασπονδίες” σου, που σου έδειξα τις αποδείξεις που είχα, και που εσύ χωρίς να τις αρνηθείς απλά με αποκάλεσες τρελή και έφυγες σα σίφουνας, αφήνοντας εμένα αποσβολωμένη να σε κοιτάζω.
“Δε μπορεί”, είπα από μέσα μου, θα γυρίσει πίσω, να το συζητήσουμε. Εσύ όμως όσο πήγαινες και χανόσουν από το οπτικό μου πεδίο. “Δεν μπορεί”, ξαναείπα, θα γυρίσει να με κοιτάξει. Μα δε γύρισες να μου ρίξεις ούτε μία ματιά, και τα δάκρυα έτσουζαν τα μάτια μου καθώς προχωρούσα προς το σπίτι.
Και οι ώρες περνούσαν κι εγώ περίμενα με τα μάτια καρφωμένα μια στο κινητό μου και μια στην πόρτα. Δεν μπορούσα αλλά ούτε και ήθελα να πιστέψω πως αυτή η φορά θα ήταν διαφορετική από τις άλλες. Και οι μέρες κυλούσαν με ρυθμό αργό, βασανιστικό, κι εσύ πουθενά. Ούτε ένα μήνυμα, ούτε ένα τηλεφώνημα, τίποτα. Σιγή. Ξάπλωνα στο κρεβάτι και ένιωθα πως μου βγαίνει η ψυχή από το στήθος μαζί με τους λυγμούς μου, πως δεν παίρνω ανάσα. Και οι εβδομάδες περνούσαν.
Και η απουσία σου άρχισε να μη πονάει τόσο, άρχισα να τη συνηθίζω και να μπαίνω σε μια καθημερινότητα χωρίς εσένα, άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου, να κάνω παρέες, να βγαίνω έξω. Κι έτσι πέρασαν μήνες, χρόνια, αλλά να σου πω κάτι; Υπάρχουν ώρες που ακόμα κοιτάω την πόρτα, ακόμα διαβάζω παλιά μας μηνύματα στο κινητό, κι ακόμα περιμένω πως θα γυρίσεις.