Γράφει η Αγγελική Μεταξά
Σε κράτησα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Σε πίστεψα περισσότερο απ’ όσο άξιζες. Έμεινα σε μια ιστορία που είχε μόνο αναμονή, δικαιολογίες και ψίχουλα. Μου πουλούσες παραμύθια, μου πετούσες χαμόγελα όταν σε βόλευε, με τραβούσες πίσω κάθε φορά που έκανα ένα βήμα να φύγω. Κι εγώ, ανόητη, νόμιζα ότι αυτό είναι αγάπη.
Σήμερα δεν έχω πια ερωτήσεις. Ξέρω γιατί το έκανες. Ήθελες το βολικό σου καταφύγιο, την ασφάλεια να έχεις κάποιον εκεί όταν οι άλλοι θα σου γύριζαν την πλάτη. Ήθελες το “σίγουρο”, την καβάτζα σου. Κι εγώ, χωρίς να το καταλάβω, έγινα αυτό το “σίγουρο” που τάιζε τον εγωισμό σου. Έβαλα τη δική μου αγάπη στο τραπέζι, την έγδαρα, την ξεζούμισα, και στο τέλος κατάλαβα ότι απέναντί μου δεν υπήρχε τίποτα.
Δεν είχες αγάπη να δώσεις. Είχες μόνο ανάγκη να νιώθεις ότι κάποιος σε θέλει. Είχες μόνο το κενό σου. Και εγώ, με τη λαχτάρα μου, έβαζα χρώμα σε ένα τοπίο που ήταν πάντα άσπρο. Μέχρι που είδα τη γύμνια του. Μέχρι που κατάλαβα ότι όσο μένω, τόσο χάνω εμένα.
Δεν σου χρωστάω πια τίποτα. Δεν σου χρωστάω χρόνο, δεν σου χρωστάω εξηγήσεις, δεν σου χρωστάω υπομονή. Ό,τι είχα να δώσω, το έδωσα. Κι εσύ δεν το είδες, δεν το εκτίμησες, δεν το κράτησες. Τώρα μαζεύω εγώ τα κομμάτια μου.
Φεύγω χωρίς δράματα, χωρίς ανακοινώσεις. Φεύγω γιατί δεν θέλω πια να μείνω. Φεύγω γιατί αυτό που νόμιζα πως ήταν “μαζί” ήταν απλώς το βόλεμά σου. Κι αν σήμερα είμαι σκληρή, είναι γιατί έμαθα με το δύσκολο τρόπο: κανείς δεν αξίζει να ζεις στο κενό του.
Τελείωσα. Και μαζί μου τελείωσες κι εσύ.