Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Χείλη ερμητικά κλειστά, μάτια που είναι καρφωμένα στο κενό και σιγά σιγά δακρύζουν, μία άδεια καρέκλα απέναντι και η ατμόσφαιρα μυρίζει βρεγμένο έδαφος.
Έκλαιγε εκείνη και έκλαιγε και ο ουρανός μαζί της εκείνο το βράδυ. Λίγο πριν είχε χάσει το πιο μεγάλο κομμάτι της ψυχής της, λίγο πριν εκείνος που αποκαλούσε άνθρωπό της, της έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπό της φεύγοντας.
Ακόμα τα χείλη της είναι κλειστά, τρεμάμενα προσπαθούν να αρθρώσουν μία έστω λέξη. Προσπάθησε πολύ να του πει να μην φύγει, να μείνει, να παλέψει για εκείνους, μα το στόμα της δεν άνοιγε. Σιωπή.
Απόλυτη και αβάσταχτη σιωπή πλημμυρίζει το δωμάτιο και νιώθει πως οι τοίχοι του σπιτιού την πνίγουν. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμια από τα μάτια της και εκείνη δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα βλέφαρά της, το πρόσωπό της έχει μία τόσο παράξενη γαλήνη που η όψη του σε τρομάζει.
Ακούνητη στην πολυθρόνα κοιτάζει την κλειστή πόρτα, εκείνη την καφέ βαριά ξύλινη πόρτα που όταν έκλεισε άφησε απ’ έξω όλα της τα όνειρα, όλες τις όμορφες στιγμές που κάποτε είχε ζήσει.
Λίγο πριν φύγει την κοιτούσε με λύπηση, με οίκτο και αυτό την τσάκισε ακόμα περισσότερο. Της μιλούσε και της εξηγούσε γιατί, μα εκείνη δεν άκουσε λέξη μετά από την φράση που θα στοίχειωνε τα όνειρά της από εδώ και εμπρός. “Δεν είμαι ερωτευμένος πλέον μαζί σου.”
Η φράση παίζει σε επανάληψη στα αυτιά της, αντηχεί σε όλο το σπίτι, σε κάθε γωνιά που καθόντουσαν κάποτε αγκαλιά, σε κάθε τοίχο που αγκάλιαζε κάποτε τον έρωτά τους.
Τώρα στο σπίτι που κάποτε έσφυζε από γέλια, μουσικές και έρωτα επικρατεί μία ανατριχιαστική, απόκοσμή σιωπή. Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή, παρ’ όλο που είναι Δεκέμβρης μήνας, και όμως, ενώ το σπίτι είναι πάνω από λεωφόρο, σαν κάποιος να της κάνει πλάκα δεν ακούγεται τίποτα. Λες και τα αμάξια ένιωσαν τον πόνο της και σταμάτησαν να κινούνται, πενθούν μαζί της.
Εκείνη είναι καθισμένη ακόμα στην ίδια θέση με τα μάτια ακόμα στυλωμένα απέναντι. Αργά σηκώθηκε, τυλίχτηκε με την βαριά μάλλινη ζακέτα της και βγήκε στο μπαλκόνι.
Ο κρύος αέρας χτύπησε με δύναμη το πρόσωπό της και πάγωσε στα μάγουλά της τα δάκρυα που τόση ώρα έτρεχαν ποτάμια. Τα φώτα των δρόμων ήταν όλα αναμμένα, άλλα κίτρινα και άλλα άσπρα, στραφτάλιζαν στον βρεγμένο δρόμο.
Έγειρε απαλά και ακούμπησε τους αγκώνες της στο βρεγμένο κάγκελο, κρατούσε μία φωτογραφία τους στα χέρια της και την χάζευε εδώ και ώρες, την είχε εκτυπώσει εκείνη για να του την δώσει και τώρα ένιωθε πως έχουν περάσει χρόνια από όταν τραβήχτηκε κι ας ήταν μόλις λίγων ημερών φωτογραφία.
Πώς αλλάζει έτσι η ζωή.
Ένας δυνατός αέρας φύσηξε και της πήρε την φωτογραφία από τα χέρια, την στριφογύρισε στον αέρα για κάμποση ώρα μέχρι που χάθηκε από το οπτικό της πεδίο. Μπήκε μέσα και έκλεισε την μπαλκονόπορτα, πήρε θέση πάλι στην πολυθρόνα της με το ίδιο γαλήνιο πρόσωπο και δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της.